Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Oι Απόκριες που χάθηκαν μαζί με τον παππού


Της Χρυσαλίδας
O παππούς μου πάντα γιόρταζε τις Απόκριες στα μεγάλα οικογενειακά τσιμπούσια με τα εφτά παιδιά του, τις νύφες, τους γαμπρούς, τα 17 εγγόνια και τα δύο δίγγονα που πρόλαβε. Και πάντα ντυνόταν μασκαράς όταν έφευγε για λίγο από το τραπέζι χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι. Όχι ο παππούς δεν ντυνόταν μασκαράς με στολές αλλά με μια κόκκινη πατανία και για γένια μαλλιά από τα πρόβατα του. Συνήθως φορούσε και μια μάσκα που «έκλεβε» από ένα μικρό εγγονάκι, χάρτινες ήταν τότε οι μάσκες!
Εμείς πάντα ξέραμε ότι ο μασκαράς που εμφανιζόταν πολύ αργότερα από όλους τους άλλους ήταν ο παππούς! Κάναμε όμως πως δεν τον γνωρίζαμε και δείχναμε έκπληκτοι όταν μετά από πολύ ώρα ξεμασκαρωνόταν. Ήταν κάτι σα μυστική συμφωνία.
Μα δεν ήταν μόνο το μασκάρεμα του παππού αυτοσχέδιο. Ήταν και τα δικά μας μασκαρέματα. Αμέσως μετά των Τριών Ιεραρχών κάναμε άνω- κάτω τα σπίτια τα δικά μας αλλά και των θείων, του παππού και των γειτόνων, αν είχαμε το θάρρος για να ετοιμαστούμε για τις Απόκριες. Τα μαύρα φουστάνια της γιαγιάς που τους κολλούσαμε αστεράκια και κάναμε τις βασίλισσες της νύχτας, το καπότο και η μπαστούνα του παππού που έπαιρναν τα αγόρια για να ντυθούν βοσκοί είχαν την τιμητική τους! Ότι άλλο μας κέντριζε το ενδιαφέρον και τη φαντασία το μαζεύαμε, το εξαφανίζαμε από την κυκλοφορία και μαζευόμαστε όταν έφτανε η ώρα σε ένα σπίτι για να «ντυθούμε». Τι γέλια ήταν αυτά, τι κέφι και τι πειράγματα.
Στη συνέχεια παίρναμε τους δρόμους, μπαίναμε σε όλα τα σπίτια του χωριού και δε βγάζαμε πουθενά τις μάσκες.
Το βράδυ γινόταν το μεγάλο τσιμπούσι με απαραίτητα το γλυκό μπουρέκι και το τζουλαμά με σταφίδες, ρύζι και εντόσθια που έφτιαχνε καλύτερα από όλες η θεία η Νίκη. Τρώγαμε όλοι σε ένα σπίτι κοντά σαράντα άτομα και μετά χορεύαμε ως τα ξημερώματα με τον παππού, που ντυνόταν μασκαράς και χόρευε ως τα βαθιά γεράματα, να σέρνει το χορό.
Μετά το θάνατο του παππού το επιχειρήσαμε κάνα δύο φορές. Αλλά τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Έτσι άλλη μια αγαπημένη συνήθεια των παιδικών μας χρόνων πέρασε στη λήθη. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ πόσο γλυκός ήταν ο ύπνος τα ξημερώματα όταν αποκαμωμένοι από χορούς και παιχνίδια πέφταμε σαν … κοτόπουλα το ένα παιδί δίπλα στο άλλο. Και κάτι ακόμα: Δε ξαναδιασκέδασα από τότε τις Απόκριες!

31 χρόνια χωρίς μαθητική ποδιά; Τη νοστάλγησα!


Της Χρυσαλίδας
Πέρασαν κιόλας 31 χρόνια; Λες και ήταν χθες, που σαν σήμερα πήγαμε στο σχολείο χωρίς τη μαθητική ποδιά, χωρίς αυτή τη «στολή» που μας ακολουθούσε από το νηπιαγωγείο. Την προηγούμενη μέρα είχε ανακοινωθεί και επίσημα η κατάργηση της. Είχαμε φθάσει πλέον στη Β Λυκείου και στα πλαίσια του πνεύματος εκσυγχρονισμού καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Τι χαρά ήταν αυτή; Τι ενθουσιασμός!
Ξεχυθήκαμε στους δρόμους φορώντας πολύχρωμα φουστάνια και φούστες- επί του παρόντος ούτε λόγος για παντελόνια, παρά μόνο στη γυμναστική- κι όπως μου έλεγε ένας φίλος και συμμαθητής πρόσφατα μοιάζαμε με ένα πολύβουο μελίσσι. Τα αγόρια ξαφνιάζονταν σας μας έβλεπαν, βλέπετε μας έβλεπαν επί έντεκα χρόνια με τις ποδιές.
Κι από κείνο το πρωί αποκτήσαμε ένα άλλο πρόβλημα εκτός από το άγχος να μαζέψουμε βαθμούς για να φύγουμε από την επαρχία της επαρχίας. Τι θα βάλω σήμερα; Αρχίσαμε να ξυπνάμε μισή ώρα νωρίτερα για να περιποιηθούμε την γκαρνταρόμπα μας.
Γρήγορα και πριν τελειώσει ο Φλεβάρης μας είχε τελειώσει κι ο ενθουσιασμός. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια σκέφτομαι πως δεν ήταν και τόσο «βαριά» η μαθητική ποδιά. Μαζί της πονέσαμε, κλάψαμε, θυμώσαμε, ονειρευτήκαμε και ζήσαμε τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα.
Αν δεν ήταν και η κ.Θεανώ η Λυκειάρχης μας που επέμενε στην κορδέλα και στην μπλε ζώνη της ποδιάς- από το ίδιο ύφασμα παρακαλώ- ίσως και τότε να μην μας πείραζε πολύ. Αν δεν ακούγαμε κάθε μέρα ότι το μάκρος της πρέπει να είναι μια παλάμη κάτω από το γόνατο ίσως να μη χαιρόμαστε και τόσο που καταργήθηκε.
Κι αν δεν είχαμε εκείνο τον ανεκδιήγητο καθηγητή να μας λέει πως το μόνο που μας ξεχώριζε από τις μοδίστρες ήταν η ποδιά, τότε μπορεί και να είχαμε αγαπήσει το ρούχο που σημάδεψε τα νιάτα μας. Ήταν απλώς ένα ρούχο. Αλλά ξέρετε κάτι; Τώρα το νοσταλγώ αυτό το ρούχο και ότι συνόδεψε στα άγρια χρόνια της εφηβείας.

Γίναμε μετανάστες στη δική μας γη


Της Χρυσαλίδας
H αλήθεια είναι πως στην αρχή της κρίσης πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα της μετανάστευσης. Πέρασε από το μυαλό ίσως των περισσότερων Ελλήνων η ιδέα να αναζητήσουν σε μια άλλη χώρα την τύχη τους νοιώθοντας ότι τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Κάποιοι μπόρεσαν και το έκαναν, κάποιοι άλλοι το επιχείρησαν αλλά εδώ γύρω τους βλέπω να τριγυρνούν και κάποιοι άλλοι απλώς το σκέφτηκαν,
Σε αυτήν την τρίτη κατηγορία ανήκω κι εγώ. Ζύγιασα τα πράγματα, με έπιασε και κείνο το ελληνικό φιλότιμο (άραγε ήταν ψευδαίσθηση;) και είπα «εδώ θα μείνω».
Ούτε εγώ, ούτε και κανένας άλλος Έλληνας προφανώς, μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε στην έκταση που το ζήσαμε. Οι γονείς μας ήταν μετανάστες στις φάμπρικες της Γερμανίας κι αλλού. Κι είπαμε να μη γίνουμε κι εμείς.
Σήμερα το ένα πολιτικό σκάνδαλο έρχεται να «πλακώσει» το άλλο, η μια απάτη που αποκαλύπτεται πιο καραμπινάτη από την άλλη κι όλο έχουμε την αίσθηση ότι όσα δεν ξέρουμε και δε μάθουμε ποτέ είναι ακόμα πιο φοβερά.
Μένω στα σπίτι μου με ενοίκια, τα λιγοστά μου  χρήματα εξανεμίζονται σε φόρους και τώρα τελευταία ακούω πως και για κείνη τη χαρουπιά που μου άφησε ο παππούς μου στη μέση του … πουθενά θα πρέπει λέει να πληρώσω φόρους. Ζω χωρίς ασφάλιση, χωρίς αξιοπρέπεια, θα πάρω, αν πάρω σύνταξη μαζί με τα έξοδα της κηδείας μου. Το κράτος με θεωρεί κλέφτη κι όλο μου ζητά ότι δεν έχω.
Τι παραπάνω θα ζούσα δηλαδή αν ήμουν μετανάστης; Έγινα λοιπόν μετανάστης στη χώρα μου. Μήπως είναι το ίδιο τελικά; Η μόνη διαφορά είναι ότι θα με «έτρωγε» η ξενιτιά και τώρα νοιώθω πως η Ελλάδα τρώει τις σάρκες μου.

Τα τελευταία ευτυχισμένα Χριστούγεννα της γιαγιάς


Της Χρυσαλίδας
Tα τελευταία Χριστούγεννα της γιαγιάς μου ήταν πολύ ευτυχισμένα. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα συνέβαινε λίγους μήνες μετά. Από την αρχή της χρονιάς εκείνης το 1978 μάζευε τις συντάξεις της. Ο παππούς με πονηρό γελάκι όλο τη ρώταγε: Τι θα κάνεις βρε γυναίκα τα λεφτά;
Η γιαγιά με το καλοκάγαθο ύφος της απαντούσε: Να μην έχω κι εγώ Βαγγέλη το κομπόδεμα μου;
Το τι έκανε το κομπόδεμα της το μάθαμε τα Χριστούγεννα όταν η γιαγιά έδινε πλούσια «ρεγάλα» στα 14 από τα 17 εγγόνια (τα τρία δεν τα γνώρισε ποτέ) στα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ιδιαίτερα γενναιόδωρη ήταν και στις καλές χέρες. Έβαζε το ρυτιδιασμένο χέρι της σε μια κάλτσα που είχε φυλάξει το κομπόδεμα κι όλο έδινε. Δεν μας έκανε εντύπωση γιατί η γιαγιά μας, μας έδινε τα πάντα απλόχερα σε όλη μας τη ζωή. Και κυρίως μας έδινε την αγάπη της.
Περάσαμε όλοι μαζί κοντά 40  άτομα και Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο σπίτι της γιαγιάς. Εμείς τα παιδιά ανεβοκατεβαίναμε στον οντά από μια φαρδιά σκάλα και πηγαίναμε από το πανωπόρτι εκεί που ήταν το πατητήρι και η μεγάλη βαρέλα κι όλο κουβαλούσαμε κρασί στους μεγάλους και πίναμε κι εμείς από λίγο. Η γιαγιά καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και γελούσε ευτυχισμένη. Τα παιδιά της και τα εγγόνια της διασκέδαζαν και μαζί κι αυτή.
Ένα τραγικό δυστύχημα μας στέρησε τη γιαγιά μας τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς που έφυγε παίρνοντας μαζί της και την παιδική πεποίθηση πως τα ωραία δεν τελειώνουν ποτέ. Οι γονείς μας τη μέρα που την αποχαιρετούσαμε με την απίστευτη συντριβή που έχουν τα παιδιά σε αυτές τις περιπτώσεις, μας είπαν να τη θυμόμαστε όπως ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα: Χαμογελαστή κι ευτυχισμένη  όπως ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα.
Αυτό κάνουμε 34 χρόνια τώρα και ελπίζουμε (με τα ψήγματα της παιδικής αθωότητας που μας απέμειναν) πως αν μας βλέπει από τον ουρανό θα είναι πάλι χαμογελαστή κι ευτυχισμένη.

Γιορτινή μελαγχολία με … αιτία!


Της Χρυσαλίδας
Όσο περνούν οι μέρες, όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα μια αδιόρατη μελαγχολία φωλιάζει μέσα μου. Μια μελαγχολία που αδιαφορεί για τα πως και τα γιατί, μια  μελαγχολία που δε θέλει ούτε καν επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της!
Την ξέρω, τη γνώριζα από παιδί εκείνη την μελαγχολία των γιορτών, των απολογισμών, του τέλους του έτους. Μα σα να μου φαίνεται πως φέτος την επιδεινώνει η γενικότερη κατάσταση. Η άδεια αγορά, οι κακόκεφοι άνθρωποι που περπατούν στους δρόμους και δύο παιδάκια που άκουσα χθες να συζητούν για τα κάλαντα λέγοντας πως «φέτος θα είναι κακή χρονιά γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν λεφτά».
Θαρρώ κοιτώντας στα μάτια τους ανθρώπους πως κι αυτοί κάπως έτσι αισθάνονται. Στερημένοι από ελπίδες και οράματα, βλέποντας ένα μέλλον αβέβαιο και αδυνατώντας να κάνουν οποιαδήποτε πρόβλεψη και προγραμματισμό ακόμα και για το κοντινό αύριο.
Πάντα μας έλεγαν από παιδιά πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή αγάπης και πως μετρά το ότι είμαστε όλοι μαζί και όχι πόσα αγαθά έχουμε. Η αλήθεια  είναι πως τότε περίσσευαν τα αγαθά στις ζωές μας και λίγο εκ του ασφαλούς μπορούσαμε να είμαστε και ευτυχισμένοι που ήμασταν όλοι μαζί.
Προχθές άκουσα το γείτονα μου να τσακώνεται με τη γυναίκα του, άνεργοι κι οι δύο, πως θα ψωνίσουν στα παιδιά τους τα Χριστούγεννα. Μετά τους άκουσα να κλαίνε και μετά τους είδα να βγαίνουν βόλτα στο πάρκο κρατώντας τα παιδιά τους από τα χέρια, με θλιμμένα και συνοφρυωμένα πρόσωπα. Τελικά  η φετινή μου μελαγχολία δεν είναι η συνήθης των γιορτών. Είναι μελαγχολία με … αιτία!

Θα ξορκίσω και φέτος τον καλικάντζαρο μου;


TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Φέτος εκείνος ο αποκρουστικός καλικάντζαρος, που στοιχειώνει τις γιορτές μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήρθε νωρίς, πολύ νωρίς. Προχθές το βράδυ άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου μου και μπήκε μέσα. Κακάσχημος και με το γνωστό θριαμβευτικό του ύφος.
Κάθισε απέναντι μου και με το γνωστό κοροϊδευτικό χαμόγελο άρχισε να μου … ψέλνει. Μου έλεγε λοιπόν πως στο παρελθόν έψαχνε να βρει χίλιους τρόπους για να μου «μαυρίσει» την ψυχή. Έλεγε ψέματα και επικαλούνταν ανύπαρκτες απειλές για μένα και ανθρώπους που αγαπούσα προκειμένου να μου χαλάσει τη διάθεση. Τώρα, όπως ισχυρίστηκε, δε χρειάζεται να καταβάλλει κανένα κόπο. Αρκεί να μου περιέγραφε την κανονική μου ζωή και όσα θα με περίμεναν. Δε χρειαζόταν αυτός όπως έλεγε να κάνει τίποτα. Είχαν αναλάβει όλοι οι άλλοι εργολαβικά να μου κόψουν το χαμόγελο από τα χείλη.
Όπως έκανα κι όταν ήμουν παιδί δεν «ψάρωσα». Του είπα ότι λέει βλακείες και ότι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν είναι η κρίση που δε με αφήνει να αγοράσω δώρα, δεν είναι οι Τράπεζες  που τους χρωστώ χρήματα, οι εισπρακτικές που με κυνηγούν γι αυτό, η εφορία, τα απλήρωτα χαράτσια κι όλα όσα έρχονται ακόμα.
Δεν τον είδα να σαστίζει ούτε για μια στιγμή. Η κακομουτσούνα του γελούσε και η ουρά του έπαιζε πέρα-δώθε με κινήσεις θριάμβου.
Κάποια στιγμή με σταμάτησε και μου είπε : Να θυμάσαι πως όταν πλησιάσουν κι άλλο τα Χριστούγεννα και θα σε πάρει αποκάτω καθώς θα σκέφτεσαι αυτά που τώρα μου λες πως δε σε νοιάζουν δε θα χεις εκείνες τις αγκαλιές που σου προσφέρονταν απλόχερα κάποτε , ούτε το μακρύ φουστάνι της γιαγιάς σου για να κρυφτείς κάτω από αυτό και να μη με βλέπεις.
Η αλήθεια είναι πως τα λόγια του με ταρακούνησαν. Ωστόσο, έμεινα να τον κοιτώ ατάραχη όπως με είχε μάθει η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου που μου είχε πει επίσης λίγο πριν «φύγει» πως αν κλείνω τα μάτια και απλώνω τα χέρια θα είναι πάντα μαζί μου.
Δεν είπαμε τίποτα άλλο με τον καλικάντζαρο. Έφυγε όπως ήρθε κι εγώ ξύπνησα. Ήταν τελικά ένα όνειρο που προμήνυε εφιάλτες; Όχι, λέω πως δεν θα του κάνω τη χάρη και θα τον ξορκίσω και φέτος μαζί με τους πιο ενδόμυχους φόβους μου.

H 90χρονη θεία μου και το «σισάκι της Λαγάρ»


Της Χρυσαλίδας
Η θεία μου σε λίγο θα είναι 90 γεμάτα. Δεν ακούει καλά και δεν βλέπει καθόλου αλλά κάθε βράδυ έχει την απαίτηση να της βάζουν τις ειδήσεις στη … διαπασών για να μάθει κι αυτή όπως λέει τι γίνεται στον κόσμο.
Όταν πας να τη δεις σχολιάζει όσα άκουσε στις ειδήσεις και δε σηκώνει αντιρρήσεις.
Δεν κάνει διάλογο, σου λέει την άποψη της και αρκετές φορές εξαιτίας της βαρηκοΐας της (αλλά και της γενικότερης έλλειψης γνώσεων) παραποιεί ονόματα.
Το τελευταίο που της «κόλλησε» είναι το «σισάκι της Λαγάρ». Της φάνηκε τέρας αυτό το στικάκι της Λαγκάρντ και μου είπε όταν πήγα να τη δω πως αυτό που κατέστρεψε την Ελλάδα είναι το «σισάκι της Λαγάρ», ήταν που κατέστρεψε την Ελλάδα. Αλλιώς είπε γιατί το έλεγαν κάθε μέρα στις ειδήσεις. Φυσικά κατά την άποψη της το «σισάκι» είναι «σκέτη καταστροφή» και η «Λαγάρ» είναι επιεικώς «κακή μάγισα».
Τι κι αν φροντοδώναζα κι εγώ να της εξηγήσω ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Μου είπε: «Εγώ μπορεί να μη βλέπω αλλά θωρώ περισσότερα από το καθένα σας». Στο τέλος μου εκμυστηρεύτηκε ότι την προηγούμενη βδομάδα πέταξε στα σκουπίδια δύο «σισάκια» του εγγονού της του Γιώργου που βρήκε ψηλαφιστά στο γραφείο του, μετά από πολλές παραινέσεις της, που φυσικά δεν έπιασαν τόπο, να πετάξει αυτά τα «πράγματα του σατανά».

Διαγράψτε «προδότες» και «πατριώτες»


Της Χρυσαλίδας
Tον τελευταίο καιρό στο μυαλό μου στριφογυρίζει η λέξη πατριώτης. Δίπλα σε αυτήν και η λέξη προδότης. Να ναι άραγε που στις δύσκολες ώρες που περνά η χώρα μου όλοι σκίζονται να αποδείξουν πως οι ίδιοι είναι πατριώτες και οι άλλοι προδότες;
Ακούω τον παππού,  σα ναι τώρα, σαράντα χρόνια πριν να τσακώνεται με το γείτονα του και φίλο του από τα παιδικά του χρόνια. Με αυτές ακριβώς τις λέξεις … έπαιζαν!
Ο γείτονας και σάντολος (είχε βαφτίσει  την αδερφή του) του παππού μου, στον εμφύλιο πόλεμο είχε πολεμήσει στον Εθνικό Στρατό. Ο παππούς μου στον ΕΛΑΣ.
Στη Χούντα, γιατί εκείνη την εποχή διαδραματίζεται το περιστατικό, ο παππούς συνελήφθη να διαβάζει την Αυγή. Είχε και φάκελο, ήταν Κομμουνιστής και στην κατοχή έκρυβε Εγγλέζους στον αχυρώνα του και κουβαλούσε με το γάιδαρο τρόφιμα στους αντάρτες. Ο φίλος του νομιμόφρων κι εθνικόφρων πολίτης μόλις ο παππούς γύρισε από το Αστυνομικό Τμήμα τον φώναξε προδότη λέγοντας του ότι οι πατριώτες δεν κάνουν έτσι. Τουχε, που τουχε μαζεμένα κάμποσα ο παππούς από την εποχή της κατοχής ακόμα όταν ο γείτονας έκανε τον παρατρεχάμενο ενός διορισμένου από την κατοχή προέδρου της Κοινότητας, και του ανταπέδωσε στα ίσα το χαρακτηρισμό του προδότη.
Από τότε για προδότες και πατριώτες διάβαζα στα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Και να που ο εφιάλτης ξύπνησε ξανά. Σε μια κρίσιμη ώρα η Ελλάδα ξαναμοιράστηκε σε προδότες και πατριώτες. Μόνο που το «πατριώτης» το θέλει ο καθένας για τον εαυτό του. Προδότης έτσι κι αλλιώς είναι ο άλλος αφού την προδοσία πολλοί αγάπησαν αλλά τον προδότη κανείς. Μήπως τελικά ξέρει κανείς ποιος είναι αντικειμενικά πατριώτης και ποιος αντικειμενικά προδότης; Όχι δεν ψάχνω την ετυμολογία της λέξης, την ουσία ψάχνω.
Είναι λοιπόν πατριώτης όποιος σκοτώνει τους μετανάστες και προδότης όποιος σέβεται τις ανθρώπινες ζωές;
Αυτός που  εμπράκτως προσπαθεί να στηρίξει τη χώρα του, πληρώνοντας φόρους κι άλλους φόρους, δεν έκλεψε κανέναν, τον «δούλεψαν» όλοι τι είναι; Ή κορόιδο ή πατριώτης;
Επειδή έγιναν ένας αχταρμάς έγιναν όλα στο μυαλό μου σκέφτομαι να διαγράψω από το λεξιλόγιο μου και τις δύο λέξεις. Άλλωστε στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου πατριωτισμού  δεν έχουν γίνει και εγκλήματα; Άραγε κινδυνεύω με αυτή τη διαπίστωση να κατηγορηθώ για προδοσία;

Τώρα η ελληνική σημαία είναι και … δική μου!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Δεκαετίες ολόκληρες προσπαθώ να αλλάξω ένα συναίσθημα λίγο περίεργο, λίγο αρνητικό για την ελληνική σημαία. Οι γονείς μου είχαν

κατάστημα σε κεντρικό δρόμο κωμόπολης, την εποχή της Χούντας. Κι εγώ θυμάμαι όχι μόνο τους αστυνομικούς που έκαναν βάρδια στο κατάστημά μας, όσο ήταν ανοιχτό, για να παρακολουθούν τους πελάτες που ήταν πάνω από δύο (και άρα συνιστούσαν συμμορία),αλλά και τις περιόδους που προηγούνταν των εθνικών επετείων.
Η πίεση για να έχουμε συνεχώς αναρτημένη την ελληνική σημαία ήταν αφόρητη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κατά την άποψη κάποιων… ευφυών εγκεφάλων η σημαία μας ήταν μικρή, μεγάλη ή απλώς δεν ήταν αυτή που ήθελαν. Ως παιδί λοιπόν είχα πειστεί πως η ελληνική σημαία μόνο ταλαιπωρία μπορεί να φέρει σε μία οικογένεια.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και αντιλήφθηκα τι ακριβώς συνέβαινε, θύμωσα πολύ, πάρα πολύ. Ένιωθα ότι κάποιοι έπαιρναν την ελληνική σημαία, την καπηλεύονταν, έπαιρναν κάτι που ανήκε σε όλους μας και το έκαναν δικό τους. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, όλοι ξέρουμε γιατί, ξανά νοιώθω αυτό το περίεργο συναίσθημα. Όμως τώρα που η χώρα μου έχει καταρρεύσει, ψέμματα θαρρώ μας λένε πως βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, δεν επιτρέπω σε κανέναν να είναι πιο Έλληνας από μέντα.
Κόντρα λοιπόν, σ’ αυτή τη λογική, πριν από μερικά χρόνια αγόρασα τρεις σημαίες, επιμένοντας στην άποψη ότι η ελληνική σημαία δεν είναι σημάδι εθνικισμού, αλλά λάβαρο για όλο το έθνος.
Τα πρώτα χρόνια όταν αναρτούσα τις σημαίες μου στο μπαλκόνι, ένιωθα κάπως. Θυμόμουν όλη αυτή τη συζήτηση «μα πρέπει να πάρετε καινούργια σημαία φέτος», «μα δεν την έχετε σιδερώσει καλά» κ.λπ. Τώρα πλέον, τις αναρτώ και δε με νοιάζει. Άλλωστε όποιος τις θεωρεί δικές του, περισσότερο από τους διπλανούς του έχει διαπράξει ένα ολέθριο σφάλμα. Είναι σημαίες όλων μας. Και όχι δεν είναι περισσότερο της Χρυσής Αυγής. Γιατί εμείς στηρίζουμε αυτή τη χώρα χρόνια τώρα εμπράκτως και δεν περιμέναμε να καταρρεύσει για να σηκώσουμε μια σημαία και να το «παίξουμε» ‘Ελληνες! Χωρίς κραυγές και υστερίες!