Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Παππού μεγάλωσα και δεν καταλαβαίνω. Ξέρεις κάτι;


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Πειράζει παππού που μεγάλωσα και δεν καταλαβαίνω; Πάντα μου έλεγες ότι όλα έχουν μια λογική εξήγηση αλλά θα χρειαζόταν να μεγαλώσω για να μπορώ να τα καταλαβαίνω όλα. Όταν σε ρωτούσα γιατί το ένα ή το άλλο μου έλεγες να περιμένω. Θα ρθει η μέρα που όλα θα τα καταλαβαίνω, αν είμαι προσεκτική, διαβάζω και αποκτώ γνώσεις.
Όμως παππού με όλο το σεβασμό όλο το σεβασμό εγώ έκανα όλα που μου είπες και πάλι δεν καταλαβαίνω. Κι όσο περισσότερο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ μπερδεύομαι.
Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να πληρώνω εγώ και οι συμπολίτες μου για λάθη που δεν κάναμε;
Να δίνω τα λιγοστά χρήματα που έχω πλέον να πληρώνω για τη χώρα μου που έχει χρεοκοπήσει και αυτοί που την χρεοκόπησαν να συνεχίζουν να με κυβερνούν;
Αν ήταν μόνο τα λεφτά ίσως δεν άξιζε να το συζητώ. Αλλά έρχομαι σε δύσκολη θέση όταν τα παιδιά με ρωτούν τι θα κάνουν αύριο και οι έφηβοι μου πετάνε «κατάμουτρα» – ένα δίκιο το χουν- ότι εγώ και οι όμοιοι μου με τις επιλογές μας τους φτάσαμε να μην έχουν αύριο.
Αλλά εσύ μου έλεγες ότι η Πολιτική και η Δημοκρατία είναι σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Ίσως κι εσύ να χες δίκιο γιατί έφυγες νωρίς και δεν πρόλαβες να δεις την Ελλάδα σε μια περίοδο … πολέμου, τους Έλληνες να αλληλοσπαράζονται για άλλη μια φορά (θυμάσαι που μου έλεγες για τον εμφύλιο;), τους ανθρώπους να ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια (κάτι μου είχες πει και για την κατοχή) και τους πολιτικούς μας να σφυρίζουν κλέφτικα.
Ξέρω πως αν ήσουν εδώ θα ήθελες να διαδηλώσεις ενάντια στη Μέρκελ και ότι εκπροσωπεί (κάτι θα ήξερες παραπάνω) αλλά θα σε άφηναν;
Αν όσα σου λέω σου φαίνονται ασυνάρτητα αυτό τελικά καταλαβαίνω πλέον, την ασυναρτησία της ζωής μου; Αλήθεια πειράζει που δυσκολεύομαι όλο και πιο πολύ να καταλάβω;

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

"Πρωτάκι": Ένας διαχρονικός Γολγοθάς


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
To μικρό παγωμένο χεράκι μου στη μέση του Σεπτέμβρη ψάχνει ένα άλλο χέρι να κρατηθεί. Μόλις με άφησε η μητέρα μου και στο πολύβουο δρόμο πενήντα μέτρα από το κτίριο του σχολείου, νοιώθω να κρυώνω. Πριν από δύο μέρες στον τελευταίο καύσωνα ήμασταν στη θάλασσα.
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά τα πόδια μου δε με κρατούν. Πενήντα μέτρα από την είσοδο του σχολείου και νομίζω πως δε θα τα καταφέρω να φτάσω. Η άσπρη μου κορδελίτσα δεν αφήνει τα μαλλιά να πέσουν στο πρόσωπο μου. Ντρέπομαι. Νομίζω πως όλοι κοιτούν εμένα. Φοβάμαι. Τι να ναι άραγε τούτο το «μεγάλο» σχολείο; Αχ, να μπορούσα να γυρίσω στο νηπιαγωγείο στην τάξη της δικιάς μου δασκάλας της κυρίας Πέλλας.
Ένα κοριτσάκι φτάνει δίπλα μου. Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω, με την καινούρια της ποδιά, την αγαπημένη μου φίλη και γειτονοπούλα τη Βαγγελίτσα. Όταν όμως την αναγνωρίζω αρχίσω να καταλαβαίνω τις εκφράσεις που άκουγα να λένε οι μεγάλοι «όαση μέσα στην έρημο», «τυφλός που βρήκε το φως του».
Μου απλώνει το μικρό της χέρι; Το πιάνω. Ω, είναι κι αυτό παγωμένο σαν το δικό μου. Διασχίζουμε μαζί τα πενήντα μέτρα ως την είσοδο του σχολείου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω μου. Βλέπω τη μητέρα μου να με κοιτά χαμογελαστή αλλά και ανήσυχη. Χαμογελώ κι εγώ. Τη βλέπω πιο ήρεμη.
Η Βαγγελίτσα με τραβά. Μπαίνουμε σε μια αυλή γεμάτη παιδιά. Καταλαβαίνω πως πολλά από αυτά, βλέπω τα μάτια τους, είναι τρομαγμένα σαν εμένα. Όλη η ανησυχία μου φεύγει ως δια μαγείας. Τουλάχιστον δεν είμαι μόνη μου σε αυτό το … Γολγοθά!

ΥΓ. Η ανάμνηση από την πρώτη μου μέρα στο Δημοτικό ξεπήδησε ξαφνικά χθες το πρωί όταν είδα μια μικρούλα στη γειτονιά μου να τραβά τη μάνα τη μέσα στο σπίτι για να μην … πάνε σχολεία. Τελικά η «κρυάδα» του «μεγάλου» και άγνωστου παραμένει πάντα ίδια.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί έχω κενό στο στομάχι αφού δε θα πάω σχολείο;


TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Όταν ήμουν παιδί, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ξυπνούσα τα πρωινά με ένα περίεργο κενό στο στομάχι. Βλέπετε, το σχολείο που σε λίγο θα άρχιζε, μετά τις διακοπές μου έπεφτε … βαρύ! Τα χρόνια πέρασαν τα σχολεία τέλειωσαν κι άρχισε η δουλειά. Έτσι έφυγε και το κενό στο στομάχι.
Μόνο που τις τελευταίες μέρες άρχισα να έχω ξανά τα ίδια συμπτώματα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Όμως το κενό επέμενε. Ανέτρεξα έτσι τους λόγους που το προκαλούσαν. Τότε ήταν το Καλοκαίρι που έφευγε, οι υποχρεώσεις που άρχιζαν, το αραλίκι που τέλειωνε και το υποχρεωτικό πρόγραμμα καθημερινά.
Τώρα από όλα αυτά ισχύει μόνο το πρώτο. Ένα ακόμα Καλοκαίρι λιγότερο. Προς τι λοιπόν το κενό;
Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα πως το κενό σε μένα, και προφανώς σε χιλιάδες άλλους έλληνες, το προκαλεί η έλλειψη αισιοδοξίας και η ελπίδα για το αύριο. Οι λογαριασμοί σωριάζονται στο τραπεζάκι του σαλονιού, οι εισπρακτικές εταιρείες μας «αλλάζουν» τα φώτα στα τηλέφωνα, η τηλεόραση, οι εφημερίδες τα πόρταλ καταγράφουν τη χειρότερη όψη της ζωής και μας την … πετούν σχεδόν ανώδυνα. Δουλειά δεν υπάρχει, λεφτά δεν υπάρχουν το απίστευτο σίριαλ της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας μας συνεχίζεται.  Άνθρωποι αυτοκτονούν, οι πολιτικοί ανακυκλώνουν όσα πάντα έλεγαν και «παίζουν» με τη μιζέρια μας. Κι εκείνη η δημοσκόπηση που δείχνει πως οι Έλληνες στρέφονται στη …Χρυσή Αυγή (ναι αυτό θα μας λύσει το πρόβλημα) ήταν ακόμα μια γροθιά στα στομάχια μας. Και τα κερασάκι στην … ένας διορισμός κάθε μέρα για ένα συγγενή πολιτικού!
Όχι, δε θέλω να πω άλλα! Μόνο που απορώ γιατί να μην είμαι ακόμα παιδί και να έχω το κενό στο στομάχι από την αγωνία του σχολειού; Θα είχα τουλάχιστον την ελπίδα πως όταν θα μεγάλωνα θα είχε τελειώσει αυτή η άτιμη η κρίση. Τελικά αυτή μου προκαλεί το τωρινό κενό στο στομάχι.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Ο δικός μας Δεκαπενταύγουστος στην Παναγία Καλυβιανή


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Μια αμυδρή εικόνα ονείρου, ξυπνά μέσα μου ο Δεκαπενταύγουστος, που για όσους μεγάλωσαν στη Μεσαρά, στο νότιο τμήμα του νομού Ηρακλείου είναι άρρηκτα δεμένος με την Παναγία την Καλυβιανή. Τί κι αν το έζησα το όνειρο τόσες φορές ως παιδί, κάθε φορά που πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος ξυπνά ολοζώντανο μέσα μου, φέρνοντας θύμησες τρυφερές και γλυκές,  σε έναν κόσμο που συνεχίζει να κάνει μια μικρή ανάπαυλα στην σκληρή καθημερινότητα του, για να ζήσει το Πάσχα του Καλοκαιριού.
Ξεκινούσαμε λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, με τα έκτακτα δρομολόγια του ΚΤΕΛ να πάμε την παραμονή της Παναγίας για να ζήσουμε τη Μεγάλη Αγρύπνια. Τα λεωφορεία, παλιά κι αγκομαχούσαν κι από τους υπεράριθμους επιβάτες που είχαν μαζί τους τόσα μπαγκάζια λες και πήγαιναν για πολυήμερες διακοπές. Κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλάρια και παιδιά που φωνασκούσαν συνεχώς γέμιζαν εκείνα τα λεωφορεία. Κι όσο νωρίτερα πήγαινες, τόσο καλύτερη θέση μπορούσες να βρεις πίσω από το ιερό της εκκλησίας.
Ανάμεσα στη θρησκευτικότητα που προσπαθούσαν να μας επιβάλλουν οι μανάδες μας μιλώντας μας για μήνες πριν για τα πραγματικά θαύματα, που έκανε η ούτως ή άλλως αγαπημένη μας Παναγία, στη θρησκοληψία που δημιουργούσε το παιδικό μας μυαλό και στη διάθεση για … χαβαλέ και ελευθερία σε ένα χώρο περιορισμένο που όμως μπορούσαμε να πηγαίνουμε όπου θέλαμε, περιμέναμε με νοσταλγία την παραμονή της Παναγιάς. Από την αρχή του Καλοκαιριού άλλωστε μαζεύαμε τα χαρτζιλίκια μας, για να ψωνίζουμε στο Πανηγύρι.
Οι ψαλμωδίες άρχιζαν κι εμείς αλωνίζαμε. Κατά τα ξημερώματα, αποκαμωμένα ξαπλώναμε στις κουβέρτες πίσω από το ιερό και παίρναμε τον πιο γλυκό ύπνο της ζωής μας, υπό τους ήχους της Βυζαντινής Μουσικής η οποία και σήμερα στο Μοναστήρι υμνείται με τρόπο μοναδικό.
Αλλά μη φανταστείτε πώς ο ύπνος αυτός κρατούσε και πολύ. Ένα Ευαγγέλιο ή κάτι άλλο που δε θα έπρεπε να το ακούμε καθιστοί, και πολύ περισσότερο ξαπλωμένοι, έκαναν τις μανάδες μας να μας ξυπνούν κάθε τόσο.
Την επόμενη μέρα και μετά τη λειτουργία και αφού είχαμε χαιρετήσει εκατοντάδες φίλους και γνωστούς που ήταν πιστοί στο ραντεβού του Δεκαπενταύγουστου στην Καλυβιανή, κατηφορίζαμε προς την έξοδο. Μη φανταστείτε ότι ήταν εύκολη υπόθεση να φθάσεις ως το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, οι επισκέπτες ήταν και είναι χιλιάδες.
Τί κι αν πέρασαν οι δεκαετίες; Για μας που μεγαλώσαμε εκεί το ραντεβού πάντα ισχύει. Και μπορεί να μην πηγαίνουμε με το ΚΤΕΛ, ούτε να κοιμόμαστε σε κουβέρτες πίσω από το ιερό, αλλά συνεχίζουμε να πηγαίνουμε κάθε χρόνο. Για να βρούμε την Παναγία, έστω κι αν η εικόνα της έχει κλαπεί βυθίζοντας στη θλίψη ολόκληρη τη Μεσαρά, αλλά και για να συναντήσουμε τη χαμένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων.

H επιστράτευση του 74 και το "νυφικό" που δεν έβαλα


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Μνήμες ζωντανές και νωπές 38 χρόνια μετά την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, ξεπηδούν από το μυαλό μου. Άλλωστε τα σημαντικά γεγονότα καταγράφονται στο μυαλό των παιδιών, τόσο έντονα που δεν μπορούν να τα ξεχάσουν ποτέ.
Ήμουν 9 χρονών και όπως πάντα τα Σάββατα είχαμε πάει στο παζάρι των Μοιρών για τα ψώνια της εβδομάδας. Ξαφνικά μέσα στην αφόρητη ζέστη άκουσα πρώτα ένα βουητό και την λέξη «επιστράτευση» να περιφέρεται- με τρόμο- από το ένα στόμα στο άλλο.
Άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες πάνω-κάτω, οι γυναίκες προσπαθούσαν μα μαζέψουν τα παιδιά τους και οι άντρες έψαχναν να δουν που θα πάνε. Εγώ δεν καταλάβαινα τι θα πει αυτό, ούτε που θα πήγαιναν και συνεχώς ρωτούσα τη μητέρα μου που έτρεχε δίπλα μου ( η αλήθεια είναι πώς δεν ξέραμε που πηγαίναμε) τι θα πει «επιστράτευση». Τα χε χαμένα μάλλον γιατί έξι φορές μου απάντησε πως «επιστράτευση» θα πει «επιστράτευση». Την έβδομη φορά που ρώτησα μια γριά που βρέθηκε κοντά μου είπε πως «επιστράτευση» θα πει «πόλεμος». Ασυναίσθητα άρχισα να ουρλιάζω, η δασκάλα μου είχε πει πως ο «πόλεμος» είναι κακό πράγμα.
Χρειάστηκε να μου ρίξουν νερό για να σταματήσω τα ουρλιαχτά την ώρα που φθάσαμε σε ένα παλιό λεωφορείο, εμείς και μιλιούνια άλλοι, για να μας πάει στο χωριό μας.  Όμως ο οδηγός έλεγε πως «ήταν επιταγμένο από τον ελληνικό στρατό».
Με την παρέμβαση ενός αστυνομικού μας έχωσαν ίσαμε 100 γυναίκες και παιδιά, στο λεωφορείο που είχε 32 θέσεις καθήμενων, και μας πήγε στο χωριό μας κάνοντας το τελευταίο δρομολόγιο πριν την επίταξη.
Το βράδυ κάναμε όπως- όπως το γάμο της θείας μου σε ένα τραπέζι φτωχικό, αφού τα τρόφιμα σε λίγες ώρες έγιναν είδος προς εξαφάνιση και το πρωί ο γαμπρός παρουσιάστηκε στο στρατό.
Τις επόμενες μέρες έβλεπε τους θείους μου και τους χωριανούς μου με στολές να πηγαίνουν πάνω κάτω και τους γηραιότερους που δεν πήγαν στον στρατό να κρατούν κατηφείς τα κεφάλια τους, να ακούνε ραδιόφωνα και να κουβεντιάζουν.
Ήταν η περίοδος της ζωής μου που είδα τα περισσότερα κλαμένα μάτια χωρίς να πεθάνει κανείς. Αλλά εκείνο που με έκαιγε ήταν πως όπως έγινε βιάστηκα ο γάμος η νύφη δε φόρεσε νυφικό και φυσικά εμείς τα παρανυφάκια, τα παρανυφιάτικα.

Γράφτηκε στις 21 Ιουλίου 2012

Το αγαπημένο μου παιχνίδι, ο βολόσυρος


 TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Το θερμόμετρο «άγγιζε» τους 40 βαθμούς υπό σκιά κι εμείς τρέχαμε στους δρόμους στο τσίτσιρο της μεσημεριάς. Όταν είσαι παιδί σε ενδιαφέρει η παρέα, τα άλλα έρχονται δεύτερα. Η συχωρεμένη η γιαγιά μας προσπαθούσε να μαζέψει μάταια από τους δρόμους. Εμείς κοιμόμαστε στρωματσάδα δέκα παιδιά στις ταράτσες για να μην μπούμε μέσα τη νύχτα και θα μπαίναμε στο σπίτι μεσημεριάτικα;
Άλλωστε όπως μας έλεγαν οι μεγάλοι το Καλοκαίρι είναι «θέρος, τρύγος, πόλεμος» και ψάχναμε να δούμε τι από τα τρία θα κάναμε. Είχαμε την ευκαιρία να τα ζήσουμε και τα τρία αλλά για τον «πόλεμο» θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.
Τα πρώτα χρόνια το θέρος ήταν ωραίο. Οι μεγάλοι θέριζαν στον κατακίτρινο κάμπο της Μεσαράς μέσα στο λιοπύρι και μεις κάτω από τις ελιές παίζαμε και καταναλώναμε το λιγοστό νερό στο παγουράκι, πριν τελειώσει η μέρα.
Πότε πότε πηγαίναμε κι ανεβαίναμε πάνω στα δεμάτια με το θερισμένο στάρι. Λίγο πριν αρχίσει να «κατεβαίνει» ο ήλιος ζούσαμε την πιο ονειρική ώρα της μέρας. Πηγαίναμε στο αλώνι. Εκεί οι μεγάλοι έστρωναν το στάρι κι εμείς μπαίναμε στη σειρά. Ο παππούς ετοίμαζε το ζευγάρι (δύο βόδια) και τους έζευε το βολόσυρο.
Με τη σειρά μας δύο-δύο, ανεβαίναμε στον ξύλινο βολόσυρο με τον παππού στη μέση. Ο παππούς έσερνε τα σκοινιά και τα βόδια άρχισαν να κάνουν κύκλους σέρνοντας το βολόσυρο κα μας φυσικά πάνω στα στρωμένα στάχια για να χωρίσουν το στάρι από τα άχυρα. Τα βόδια αγκομαχούσαν, εμείς πέφταμε στις στροφές αλλά δεν πτοούμαστε. Με γρατζουνισμένα γόνατα ανεβαίναμε για άλλη μια γύρα.
Ένα Καλοκαίρι ήρθε ένα μηχάνημα- τέρας θεριζοαλωνιστική μηχανή το έλεγαν και τα έκανε όλα μόνο του και γρήγορα. Από τη μια μεριά έβγαζε τον καρπό κι από την άλλη τις μπάλες τα  άχυρα.
Στην αρχή δεν το καταλάβαμε, αλλά πολύ γρήγορα καταλάβαμε πως ότι ξέραμε τέλειωσε. Τέλος εποχής για τα αλώνια, τους βολόσυρους και τις βόλτες γύρω-γύρω.
Από τότε έψαξα πολύ σε παιχνίδια με φίλους και σε λούνα παρκ στη μισή υφήλιο να βρω ένα παιχνίδι που να σου δίνει αυτήν την αίσθηση των κυκλικών γύρων με το βολόσυρο. Δυστυχώς ένα παιχνίδι για μας και δουλειά για τους μεγάλους είχε χαθεί ανεπιστρεπτί από τη ζωή μας. Σιγά-σιγά χάθηκαν και τα ίδια τα σπαρτά και οι θεριζοαλωνιστικές αφού στη Μεσαρά κανείς δε βάζει πια στάρι ή κριθάρι.
Ωστόσο ο βολόσυρος παραμένει μια παιδική τρυφερή ανάμνηση μαζί με τα βόδια που ο παππούς εγκατέλειψε όταν ήρθε η θεριζοαλωνιστική. Και τώρα τον αποχαιρετώ οριστικά.

Γράφτηκε στις 2 Ιουλίου 2012

Αγαπητέ Πακιστανέ, μην επιμένεις άλλο..


TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Αγαπητέ Πακιστανέ (ναι, σε σας τα μιλιούνια μιλώ) την επόμενη φορά που θα σταματήσω στο φανάρι μην επιμείνεις να μου πασαλείψεις τα τζάμια του σαραβάλου.
Καταλαβαίνω πως προσπαθείς να επιβιώσεις μα σε αυτήν τη χώρα δεν μπορούν να επιβιώσουν ούτε οι κάτοικοι της. Και μή θαρρείς πως επειδή έχω ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο και πότε-πότε του βάζω λίγη βενζίνη, μπορώ να δώσω κι ένα ή μισό ευρώ. Την τελευταία φορά που με συνάντησες πήγαινα σε κηδεία και την προτελευταία σε Νοσοκομείο.
Η απελπισία στο βλέμμα σου με απελπίζει περισσότερο και το παρακαλετό σου ύφος με πληγώνει. Αλήθεια δε με ενοχλεί η παρουσία σου. Αλλά δεν μπορώ και να ωρύομαι σε κάθε φανάρι, να κουνάω τα χέρια μου και να φωνάζω όχι- όχι.
Μου λες δεν έχεις δουλειά. Κι εγώ δεν έχω εδώ και καιρό. Κι έχω απλήρωτους λογαριασμούς, τις Τράπεζες να με κυνηγούν και τα χαράτσια να τρέχουν.
Μου λες δεν έχεις σπίτι. Κι εγώ θα προτιμούσα να μην έχω γιατί το «ενοίκιο» που πληρώνω είναι πολύ ακριβό.
Στις λίγες μετακινήσεις μου πλέον είσαι συνεχώς μπροστά μου. Αλλά σε παρακαλώ την επόμενη φορά μη θες να μου καθαρίσεις τα τζάμια. Ξέρω πως αυτό το γράμμα δε θα φθάσει ποτέ σε σένα αλλά μέρες τώρα θα ήθελα να σου τα πω. Ίσως μάλιστα την επόμενη φορά που θα σε δω να σταματήσω να σου εξηγήσω, να μιλήσουμε. Αλλά σε ποιά γλώσσα άραγε;

Γράφτηκε στις 17 Μαίου 2012

Εκλογές: Ποτέ δεν ξέρεις τί γίνεται;


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Οι πρώτες εκλογές που θυμάμαι ήταν το «ναι» και «όχι» για το βασιλιά. Αυτές που ωστόσο έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου ήταν εκείνες οι βουλευτικές εκλογές του 74, οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά τη μεταπολίτευση. Πώς είναι αυτές που έρχονται σε λίγες μέρες; Καμία σχέση!
Καθόμουν για μέρες στο καφενείο του πατέρα μου και παρακολουθούσα λίγο καιρό πριν, τις πρώτες πολιτικές συγκεντρώσεις, με απίστευτη αφοσίωση για ένα 8χρονο παιδί. Έμενα ξύπνια ως αργά το βράδυ για να ακούω τους «μεγάλους» να λένε πράγματα για μένα ακατανόητα. Ξαφνικά νέες λέξεις και έννοιες προσπαθούσαν να μπουν στο μικρό μου μυαλουδάκι που ήταν ήδη φορτωμένο, με την επιστράτευση, τα γεγονότα του Πολυτεχνείο και την εικόνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχα δει στην ασπρόμαυρη κρατική τηλεόραση, μαζί με όλους τους έλληνες, να επιστρέφει ως σωτήρας στην Ελλάδα.
Το κλίμα φαίνονταν αλλαγμένο αλλά υπήρχε διάχυτος και ένας φόβος. Τα πράγματα ήταν ρευστά- έτσι έλεγαν οι μεγάλοι- και ένας φόβος υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Οι μνήμες του πολύ πρόσφατου παρελθόντος ήταν νωπές για τους έλληνες και ήταν πικρές. Άκουγα να λένε : «ποτέ δεν ξέρεις τί γίνεται».
Τη μέρα των εκλογών ξύπνησα από τις 6 και φυσικά ήταν από τις ελάχιστες Κυριακές που δεν πήγαμε οικογενειακώς στην εκκλησία. Κατά τις 10 το πρωί η οικογένεια, πάνω από 20 ψήφοι έφθασε έξω από το γραφείο της Κοινότητας. Κάναμε μπούγιο γιατί μαζί με τα παιδιά που με τίποτα δεν κρατιόνταν στο σπίτι φθάναμε τους 40.
Η πρώτη εικόνα ήταν ένας νεαρός φαντάρος με το όπλο ακουμπισμένο στο πόδι του να στέκει στην είσοδο του εκλογικού κέντρου. Η ερώτηση ήρθε αυθόρμητα: Μαμά, γιατί είναι ο στρατιώτης εδώ; Οι εκλογές είναι πόλεμος;
Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να απαντήσει και  μπήκε χαμογελώντας στο εκλογικό κέντρο να ψηφίσει. Εμάς ως εκεί τέλειωνε η περιήγηση. Αλλά αφού ως εκεί μας άφηναν να πάμε, μείναμε όλη μέρα. Οι γονείς μας έφυγαν κι εμείς καθόμαστε έξω να παρατηρούμε ανθρώπους να πηγαίνουν,  να ρχονται.
Οι περισσότεροι χαμογελούσαν συγκρατημένα και το βράδυ κάποιοι πανηγύρισαν γιατί … κέρδισαν! Να πω πως κατάλαβα, ποιοί και πως, θα πω ψέματα.
Ήρθαν πολλές εκλογές, μετά μεγάλωσα κι εγώ και ψήφιζα με καμάρι. Όμως εκείνο το βλέμμα του φόβου, οι φράσεις «ποτέ δεν ξέρεις τί γίνεται» δεν έφυγε από το στόμα των ανθρώπων. Το «δε ξέρεις τί γίνεται» έμαθα πως σημαίνει να τους ψηφίζει ο λαός και να κάνουν τα δικά τους. Έχετε καμιά αμφιβολία πώς αυτό θα συμβεί και τώρα;

Γράφτηκε στις 5 Μαίου 2012

Μαθαίνοντας στα 7 μου τι είναι η 21η Απριλίου


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Πήγαινα στη Δευτέρα του Δημοτικού και πλησίαζε η μαύρη επέτειος. Εγώ φυσικά δε γνώριζα τι ήταν η 21η Απριλίου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γονιών μου. Τους αστυνομικούς που έκαναν κανονική βάρδια στο καφενείο του πατέρα μου, τους θυμόμουν πάντα εκεί και νόμιζαν πως τους νοικιάσαμε μαζί με το … μαγαζί.
Το ραδιόφωνο που είχαμε στο υπόγειο και κάθε βράδυ κατεβαίναμε για να ακούσουμε την deutsche welle, το θεωρούσα λίγο σαν παιχνίδι. Αργότερα θα μάθαινα και μάλιστα με τρόπο δραματικό, πως όλα όσα συνέβαιναν,  ότι ήταν όντως ένα «παιχνίδι». Ένα σκληρό και απάνθρωπο «παιχνίδι» σε βάρος της πατρίδας μου και των ανθρώπων της.
Μας είπε λοιπόν η δασκάλα να πάμε στο σχολείο δύο δραχμές για να αγοράσουμε μια κονκάρδα. Κάτι μέσα μου, μου λεγε πως αυτό δε θα ταν για καλό. Δεν είπα στους γονείς μου τίποτα κι έδωσα τα λεφτά από το χαρτζιλίκι μου. Μας έδωσαν για τις δύο δραχμές που δώσαμε μια κονκάρδα με το δικέφαλο αητό, τον στρατιώτη και τη φωτιά.
Τη στολίστηκα όπως όλα τα παιδιά και σχολώντας καμαρωτή-καμαρωτή πήγα στο μαγαζί μου. Μόλις με είδε η μητέρα μου άλλαξε χίλια χρώματα και κατέληξε στο λευκό του τοίχου. Κοίταξε μια τον αστυνομικό που έπινε το καφεδάκι του στη γωνία και μια εμένα.
Γυρνά και μου λέει: Πάμε έξω να σου πω. Γιατί εγώ ένοιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Την ακολούθησα στην πίσω αυλή κάτω από τη λεμονιά. Μου αρπάζει την κονκάρδα και την πατά στο έδαφος. Αρχίζω να διαμαρτύρομαι. Τότε μου δίνει ένα χαστούκι (το μοναδικό της ζωής μου) και μου λέει: Εμείς δεν ήμαστε από αυτούς!
Ποιοι ήταν αυτοί μου το εξηγούσε ολόκληρη τη νύχτα.
Κι εγώ, 7 χρόνων ήμουν, νόμιζα πως τώρα που έκανα το κατόρθωμα και το έμαθα θα έπρεπε να το μοιραστώ. Έτσι το επόμενο πρωί ανέβηκα ένα μπεντενάκι στο σχολείο και τα είπα χαρούμενη όλα στους συμμαθητές μου. Το ίδιο απόγευμα ήρθε η αστυνομία και  πήρε τον πατέρα μου. Έμεινε όλη τη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα να δίνει «εξηγήσεις» για όσα είχα πει καμαρωτά στους συμμαθητές μου. Από όσο γνωρίζω η υπόθεση έληξε εκεί. Τώρα που ξέρω περισσότερα μάλλον τυχεροί είμαστε που δεν έγινε και τίποτα παραπάνω. Μόνο που τη νύχτα που ο πατέρας μου έμεινε στο τμήμα η μάνα μου με κοιτούσε με θλιμμένο βλέμμα και μου λεγε κάθε τόσο: Αχ, να μπορούσες να καταλάβεις…


Γράφτηκε στις 21 Απριλίου 2012

Θα την αντέξουμε κι αυτήν την Άνοιξη;


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Oι τελευταίες ανοιξιάτικες μέρες μου ξύπνησαν μνήμες βαθιά ριζωμένες στην ψυχή μου! Οι θύμησες εκείνες που αναβλύζουν αυθόρμητα με συνειρμό από το λαμπερό ήλιο και τις χιλιάδες ασπροκίτρινες μαργαρίτες (μαντιλίδες τις λέγαμε), με έκαναν να ξυπνήσω στα λιβάδια της ευτυχίας των παιδικών μου χρόνων.
Γυρίζοντας δεκαετίες πίσω τα αρώματα και τα χρώματα της Άνοιξης στην Κρητική φύση, σκαλίζουν την… όσφρηση μου και μου γεμίζουν τα κλειστά μου μάτια εικόνες. Λίγο μετά τις μαργαρίτες έρχονταν οι μαχαιρίδες και μετά το Πάσχα. Το άρωμα των λεμονανθών στα περιβόλια και τα παιδιά που με τα μικρά χεράκια τους,  τους αποσπούσαν βίαια από τη μητέρα-λεμονιά για να τα κάνουν θυσία στις γιρλάντες του Επιτάφιου ή στα στεφάνια του Εσταυρωμένου.
Φέτος η φύση της Κρήτης παραμένει όμορφη, καθώς «οργιάζει» στην καλύτερη εποχή της. Αλλά περιδιαβαίνοντας το νησί από άκρη σε άκρη, όλα μου φαίνονται μικρότερα οι δρόμοι, οι αποστάσεις. Καλά, τα μάτια ενός παιδιού μεγαλώνουν τα πράγματα. Αλλά και τη λάμψη; Τα χρώματα είναι λίγο πιο θαμπά, η ευφορία λίγο πιο αδύναμη.
Αναρωτιέμαι: Να ναι τα χρόνια που πέρασαν, να ναι το ΔΝΤ και η τρόικα, να είναι ο φόβος για όσα περιμένουν τη χώρα μας κι εμάς αύριο; Μπορεί κι όλα μαζί; Αλλά πάλι σκέφτονται πως θα πρέπει να βρούμε ξανά εκείνη τη λάμψη και να χαρούμε αυτήν την ευλογία που υπάρχει γύρω μας. Ο ήλιος μας χαμογελά, η θάλασσα μας γνέφει κι ένα περιστέρι που ζει τη δική του ευτυχία κάθεται στο χέρι μας και μας κοιτάζει κοροϊδεύοντας μας καμιά φορά, για το θλιμμένο βλέμμα μας. Δεν βαριέσαι: Δεν την αντέχεις τελικά εύκολα την Άνοιξη, αλλά μήπως γνωρίζουμε πόσες θα χαρούμε ακόμα;


Γράφτηκε στις 4 Απριλίου 2012

Γιατί δε γιορτάζω τη μέρα της γυναίκας


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Ποτέ δε γιόρταζα τη μέρα της γυναίκας. Όταν ήμουν παιδί και η μητέρα μου έβγαινε στις 8 του Μάρτη με τις φιλενάδες της πολύ μου κακοφαινόταν που δεν ήταν σπίτι.
Όταν ήμουν έφηβη δεν είχα λόγους να γιορτάσω γιατί έβλεπα τον κόσμο μέσα από ροζ συννεφάκια.
Όταν έγινα φοιτήτρια «πάλευα» να αλλάξω τον κόσμο και είχα τη φιλοσοφία πως δε γιορτάζουμε ποτέ τα αυτονόητα. Αυτό το πιστεύω μέχρι σήμερα.
Όταν έγινα εργαζόμενη δούλευα μέχρι αργά το βράδυ και δεν αντιλαμβανόμουν επιπλέον γιατί θα έπρεπε να γιορτάζω μόνο μια μέρα το χρόνο.
Όταν ήρθε η κρίση κι έμεινα άνεργη σκέφτηκα πως δεν αξίζει πλέον να γιορτάζω καμιά μέρα το χρόνο. Η κατάσταση της χώρας μου, κι όχι μόνον η ανεργία, μαύρισε την ψυχή μου. Σκέφτηκα πως  άσχετα από παγκόσμιες μέρες, η ελληνίδα γυναίκα φορτώνεται για πολλοστή φορά το βάρος να κρατήσει τις οικογένειες ενωμένες και την χώρα όρθια, έστω και ως άνεργη.
ΥΓ: Μια διευκρίνιση: Ποτέ δεν γιόρταζα αλλά πάντα τιμούσα γυναίκες αναγνωρίσιμες και μη που από την αρχή του κόσμου έβαζαν το λιθαράκι τους για να γίνει τούτη η γη καλύτερη.

Γράφτηκε στις 8 Μαρτίου 2012

Παππού, γιατί με "παίζουν";


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
«Μη με παίζεις μωρέ» ήταν η κλασική φράση του παππού μου όταν κάποιο από τα 17 του εγγόνια, επιχειρούσε να τον κοροιδέψει, να τον πειράξει! Γιατί το «παίζω» σημαίνει και αυτό στην Κρητική διάλεκτο. Κι όπως ήταν ένας μικροκαμωμένος και αεικίνητος γεράκος, είχε απίστευτη πλάκα όταν το  έλεγε αυτό. Για να καταλήξουμε όλοι μαζί να γελάμε στη συνέχεια.
Όμως παππού τώρα, δύο δεκαετίες αφότου πέταξες στον ουρανό, σε σκέφτομαι συχνά εσένα και την φράση σου αυτή: «μη με παίζεις». Κι αν με ρωτήσεις γιατί έχω χιλιάδες περιστατικά να σου διηγηθώ από την καθημερινή μου ζωή. Γι αυτούς που με «παίζουν» κάθε μέρα, όχι για να γελάσουμε μετά μαζί, ή να γελάσουν μόνοι τους.
«Παίζουν» εμένα κι όλους τους έλληνες χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν το γιατί.
Παππού θα στενοχωριόσουν πολύ αν ήσουν ακόμα εδώ με όλους αυτούς. Γιατί αυτοί παππού είναι της κατηγορίας που μας έλεγες πολύ συχνά «στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα». Λυπάμαι όμως, που όλους αυτούς, όταν ήσουν μαζί μας τους είχες περί πολλού. Θα ανάστηναν έλεγες την Ελλάδα. Κι νόμιζες κι εσύ πως έτσι θα είχες την ηθική δικαίωση για τα δύο χρόνια της αιχμαλωσίας σου στη Μικρά Ασία, για τους Άγγλους που έκρυβες ακόμα και μέσα στα σκεπάσματα των κοριτσιών σου, για τα τρόφιμα που κουβαλούσες με το γάιδαρο στους αντάρτες. Για την Αυγή που διάβαζες την περίοδο της Χούντας και σε έσερναν στην Ασφάλεια.
Όμως παππού, δεν έγινε έτσι που φανταζόσουν, δεν ανάστησαν την Ελλάδα. Την έθαψαν την Ελλάδα. Τώρα που το σκέφτομαι, καλύτερα που δεν πρόλαβες να μάθεις τι είναι ΔΝΤ, κούρεμα και  PSI. Kαι δεν έμεινες εδώ, για να σε «παίζουν» εκτός από τα εγγόνια σου και οι πολιτικοί μας. Αλλά εμένα παππού γιατί με «παίζουν»; Μπορείς άραγε να κάνεις κάτι γι αυτό;

Γράφτηκε στις 31 Ιανουαρίου 2012

Η "καλή χέρα" ήταν για να ... εξανεμίζεται!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Δεν ξέρω αν ακόμα οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι θείοι και οι θείες οι νονοί και οι νονές κάνουν «καλές χέρες». Στην εποχή μας πάντως, η «καλή χέρα» ήταν απαραίτητη για να ξεκινήσει καλά η χρονιά των παιδιών.

Κάναμε ποδαρικά, λέγαμε κάλαντα, και οι μεγαλύτεροι για το καλό της νέας χρονιάς γίνονταν κουβαρντάδες.
Έτσι παίρναμε τα πενηντάρικα και τα κατοστάρικα και λίγο αργότερα τα χιλιάρικα, τα σωριάζαμε σε κουμπαράδες και σεντουκάκια και τα μετρούσαμε συνέχεια. Ο συναγωνισμός επιβεβλημένος, ενώ για το καλό του χρόνου ανοίγαμε τα σεντουκάκια και παίζαμε 31 ή σβουράκι «πάρ' τα όλα» ξοδεύοντας τις πρώτες οικονομίες της χρονιάς.
Η αλήθεια είναι ότι η συλλογή χρημάτων που ξεκινούσε από τα κάλαντα των Χριστουγέννων συνεχιζόταν την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα και μαζί με τις καλές χέρες αποτελούσε ένα σεβαστό ποσό. Τα δε σχέδια για το ξόδεμα αυτών των χρημάτων πάρα πολλά, που άρχιζαν ακόμα από τον Αύγουστο της προηγούμενης χρονιάς.
Όπως θα θυμούνται τα παιδιά της εποχής, τα σχέδια αυτά ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Με έναν περίεργο τρόπο καταφέρναμε να ξοδεύουμε αυτά τα λεφτά χωρίς να πιάνουν τόπο και χωρίς να φαίνονται πουθενά. Λίγο να αγοράζουμε μπιχλιμπίδια, λίγο να κερνάμε τους φίλους μας, πολύ γρήγορα αυτά τα χρήματα εξανεμίζονταν.
Αν ρωτήσετε τώρα πώς, κανείς δεν ξέρει να σας πει. Κάπως έτσι πρέπει να κάνουν και τα σημερινά παιδιά, αλλά η καλή χέρα γι' αυτό υπάρχει. Για να μάθουμε να ξοδεύουμε.

Γράφτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2011

Τα κάλαντα και τα διανυκτερεύοντα μπακάλικα!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Το κουδούνι του σπιτιού μας χτυπούσε επίμοναστις 7.30 το πρωί. Για μια στιγμή ανησύχησα. Ήταν όμως μία στιγμή μόνο, γιατί θυμήθηκα ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων.
Άνοιξα την πόρτα. Είδα να στέκονται δύο παιδάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Μου είπαν την κλασική ατάκα: «Να τα πούμε;». Φυσικά και τα είπαν, κι έφυγαν.
Μου ξύπνησαν όμως περίεργες αναμνήσεις. Όταν κι εμείς παιδιά βγαίναμε στους δρόμους παρά το γεγονός ότι οι γονείς μας μάς πρότειναν να μας δώσουν περισσότερα χρήματα απ' ό,τι θα βγάζαμε από τα κάλαντα. Εμείς ποτέ δεν δεχόμασταν. Θέλαμε να τα πούμε. Είναι βλέπετε μαγεία να χτυπάς μία πόρτα, να τραγουδάς, να ευχαριστιέσαι και να παίρνεις και χρήματα.
Καμία φορά στα χωριά, οι γριές γυναίκες δεν είχαν χρήματα. Έδιναν λοιπόν κεράσματα, λάδι ή αυγά. Ο μπακάλης του χωριού, στα κάλαντα διανυκτέρευε, για να αγοράζει το λάδι και τα αυγά από τους καλαντάδες.
Περίεργες εποχές. Τώρα δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Βλέπετε είναι και φτηνό το λάδι και τι να βγάλουν τα παιδιά; Όμως εκείνη η εποχή είχε μία μαγεία. Όταν έπεφτε το σούρουπο στο χωριό και τα παιδιά παρέες-παρέες γύριζαν σαν τα φαντασματάκια μέσα στη νύχτα, επικρατούσε μία άλλη ατμόσφαιρα. Ήταν λίγο παιδιά και λίγο καλικάντζαροι, αφού οι μισές παρέες την έστηναν στις γωνιές στις άλλες μισές για να τις τρομάξουν. Ήταν και τα πρώτα παιδιάστικα ειδύλλια.
Μπορεί να μην ήταν τελικά αυτό το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά τα κάλαντα ήταν η χαρά των Χριστουγέννων. Και θα είναι για όσο υπάρχουν παιδιά.

Γράφτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2011

Ξορκίστε τον Καλικάντζαρο σας


TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Πάντα με φόβιζαν τα Καλικαντζαράκια. Στο σχολείο μας τα περιέγραφαν λίγο ως τερατάκια και η γιαγιά μας έλεγε σαν ήμαστε παιδιά δίπλα στο τζάκι, πως άμα βγούμε έξω όταν νυχτώσει θα μας κυνηγήσουν.
Από τότε που με έπαιρνε ο ύπνος με το φόβο τους πέρασαν πολλά χρόνια. Ο φόβος μάλλον ξεχάστηκε, υποβοηθούμενος και με την εκλογίκευση στην αναλυτική προσέγγιση των πραγμάτων που φέρνουν τα χρόνια. Έτσι νόμιζα! Ώσπου προχθές νάτος ολοζώντανος μπροστά μου ο Καλικάντζαρος. Ήρθε ένα πρωινό, μεγάλων προσδοκιών, και μου διέλυσε τα πάντα! Μέσα κι έξω.
Απανωτά περιστατικά, υπερευαισθησία, έλλειψη διαλλακτικότητας  και η ανασφάλεια να φουντώνει ξανά. Για όσα πίστεψα, για όσα έτρεφα ελπίδες, για όλα.
Ξαφνικά η οικονομική κρίση ενεπλάκη με την κρίση αξιών κι αυτήν στις ανθρώπινες σχέσεις και τα έκαναν όλα κουλουβάχατα.
Όταν η ψυχραιμία επανήλθε κατάλαβα πάρα πολύ αργά έχοντας ζήσει τη μισή μου ζωή πους τους Καλικάντζαρους τους κουβαλάμε μέσα μας. Εμείς και οι άλλοι. Μόνο που δεν εμφανίζονται πάντα, αλλά όταν νομίζουμε ότι έχουμε ξορκίσει τους ενδόμυχους φόβους μας. Όταν δίνουμε σε ενέργειες παραπάνω αξία και όταν αγνοούμε την πραγματική δυναμική των λέξεων.
Στο τέλος της χρονιάς, και με την απίστευτη πραγματικότητα που βιώνουμε, έχουμε ανάγκη από ένα θετικό απολογισμό. Οι Καλικάντζαροι δυστυχώς, έχουν διαφορετική γνώμη και τη δύναμη να την επιβάλλουν. Γι αυτό ας τους ξορκίσουμε κι αυτούς πριν είναι πολύ αργά!

Γράφτηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2011

Τα πρώτα Χριστούγεννα του παππού χωρίς τη γιαγιά


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
O παππούς μου δεν υπήρξε αυτό που λέμε κλασικός παππούς. Δεν ήταν ο καλοκάγαθος γέροντας που μας έλεγε παραμύθια, αλλά ένας ζωηρός και καλοστεκούμενος κοτσονάτος γέρος, που αφού μας μοίραζε τα λεφτά της πενιχρής αγροτικής του σύνταξης,  μας έλεγε άλλες ιστορίες. Τις ακούγαμε σαν παραμύθια αλλά δεν ήταν. Πότε για τη συμμετοχή του στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και την δίχρονη αιχμαλωσία του και πότε για τα τρόφιμα που κουβαλούσε στους αντάρτες.
Ήταν ένας λαϊκός λόγιος που διάβαζε κι έγραφε ποιήματα, ένα περίεργο κράμα κομμουνιστή και χριστιανού.
Άνθρωπος του γλεντιού και της παρέας τις μέρες των Χριστουγέννων είχε την τιμητική του, αφού αγαπούσε και το καλό κρασί. Τα Χριστούγεννα όμως του 1978 κανείς δεν είδε τον παππού πουθενά. Ήταν αργά το βράδυ της παραμονής όταν κάναμε την τελευταία στάση για τα κάλαντα στο σπίτι του παππού και του κάναμε την παρατήρηση πώς σφάξαμε εφτά χοίρους και δεν ήρθε να βοηθήσει. Ο παππούς χαμογελώντας βιασμένα μέσα από τα μακριά γένια του και με τη λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια του μας είπε πώς φέτος ήταν χήρος και φοβήθηκε μην το σφάξουν κι αυτόν! Γελάσαμε και μέσα στην παιδική μας αφέλεια φύγαμε. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβουμε πώς ο παππούς θρηνούσε καθώς βίωνε την απώλεια της γιαγιάς μας που έφυγε βίαια από τη ζωή τον Ιούνιο του 1978, χωρίς να προλάβει να γνωρίσει τα δύο τελευταία της εγγόνια. Από τότε ο παππούς έζησε για πολλά χρόνια και έφυγε σε βαθιά γεράματα χωρίς να τον ξανασυναντήσουμε ποτέ στην σφαγή των χοίρων.


Γράφτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2011

Φέρτε μου πίσω τα παιδικά μου Χριστούγεννα


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, βγαίνει από μέσα μου το παιδί. Ένα παιδί που ζητά πεισματικά να ξαναζήσει όσα έζησε και του γλύκαναν τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Οι μέρες των Χριστουγέννων για τα παιδιά εκείνης της εποχής στα Κρητικά χωριά. Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας καθώς οι «μεγάλοι» ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές τους και τα παιδιά γύριζαν στους δρόμους ανεξέλεγκτα τις μέρες αλλά και τις νύχτες!
Όχι πως τα παιδιά δε συμμετείχαν στις προετοιμασίες των Χριστουγέννων. Σε όλα … βοηθούσαμε, τρόπος του λέγειν! Όπου ανακατευόμαστε τα κάναμε «σαλάτα». Ρίχναμε το αλεύρι, ξεχνούσαμε τον ξυλόφουρνο ανοιχτό κι έφευγε η πυριά, ρίχναμε τα υλικά των μελομακάρονων, στο μίγμα για τους κουραμπιέδες. Και η γιαγιά μας καθισμένη στη γωνιά της δίπλα στο τζάκι γελούσε συγκαταβατικά με όσα κάναμε.
Στη μέση της δουλειάς παίρναμε τους δρόμους και μαζευόμαστε από το ένα σπίτι στο άλλο για να παίξουμε 31, 21 η «πάρτα όλα». Τα φραγκοδίφραγκα γρήγορα άλλαζαν χέρια, αφήνοντας τους μισούς ευχαριστημένους και τους άλλους δυσαρεστημένους.
Αλλά αυτό ως τα κάλαντα. Τότε γινόμασταν όλοι «πλούσιοι». Και μετά οι καλές χέρες. Μας έκαναν «ζάμπλουτους».
Για ύπνο νωρίς ούτε λόγος. Για όλες τις γιορτές είχαμε την άδεια να κοιμόμαστε αργότερα. Ε, το κάναμε στις 5 στις 6 το πρωί μετά από πολύ γκρίνια στο κουμ-καν και στο Θανάση, αλλά και πολλά γέλια. Γελούσαμε με αφορμή το τίποτα και αισθανόμαστε όμορφα και ζεστά.
Τα χρόνια πέρασαν, οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που όλα εκείνα τα χρόνια ήταν θεατές στην παιδική μας … τρέλα, έφυγαν. Μας λείπουν οι ίδιοι, όσα μαζί ζήσαμε, οι ολονύχτιες χαρτοπαιξίες. Και όχι, δε γίναμε τζογαδόροι, απλώς χορτάσαμε παιχνίδι!

Γράφτηκε στις 13 Δεκεμβρίου  2011

Η αθωότητα μας σε ένα κουλουράκι


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Tα κουλουράκια τα ανακάλυψα, σε καθημερινή και συστηματική βάση, όταν πήγα στο νηπιαγωγείο. Η μητέρα μου με περνούσε τον κεντρικό δρόμο και με άφηνε έξω από το φούρνο του κυρίου Γιώργου, του γείτονα μας του φούρναρη που έκανε τα καλύτερα κουλουράκια του κόσμου! Έπαιρνα δύο κουλουράκια και πήγαινα μόνη μου στο νηπιαγωγείο, σε μια επαρχιακή πόλη πριν από δεκαετίες αυτό δεν ήταν επικίνδυνο.
Φτάνοντας στο σχολείο ο νους μου ήταν στο διάλλειμα. Καθόμουν στα σκαλιά του Αη-Γιώργη (ήταν η αυλή του νηπιαγωγείου) και μασουλούσα με περισσή απόλαυση τα κουλουράκια μου. Η ευχάριστη αυτή συνήθεια συνεχίστηκε και στο δημοτικό. Μετά το ξέχασα, δε σταμάτησα να τρώγω κουλουράκια, μα θαρρώ πως εκείνη τη γεύση δεν την είχα ξανασυναντήσει.
Οι μνήμες αυτές ξύπνησαν ξαφνικά όταν η φωτορεπόρτερ του ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΥ η Αθηνά Τσιμπλοστεφανάκη μου έστειλε την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Τρυφερές αναμνήσεις και γευστικές αναδρομές κατέκλυσαν τη σκέψη μου και έφτιαξαν τη μέρα μου. Το πρωινό μου … ταξιδάκι στο παρελθόν, με έκανε να σκεφτώ πώς όσο μεγαλώνουμε σταματούμε να εκτιμούμε τα απλά και καθημερινά πράγματα. Αυτά που κρύβουν ευτυχία αλλά και την παιδική αθωότητα που χάσαμε ανεπιστρεπτί.

Γράφτηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2011

O Mεσημεράς τελικά είναι αθάνατος!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Αλήθεια ποιος θυμάται το Μεσημερά; Για όσους δεν ξέρουν, προφανώς γιατί είναι μικρότεροι, πρόκειται για το μυθικό … τέρας που στοίχειωσε τα παιδικά μας χρόνια.
Ήταν γύρω στις αρχές τις δεκαετίας του 70, τότε που είχαμε μεγαλώσει τόσο ώστε να αντιλαμβανόμαστε το φόβο. Ο Μεσημεράς, ποτέ δε μας προσδιόριζαν οι γονείς και οι παππούδες, ήταν πανταχού παρών και «εμφανιζόταν», κουβεντιαστά λέμε τώρα, καθημερινά την ώρα που έπρεπε τα παιδιά να πάνε για ύπνο το μεσημέρι.
Μα πώς να πας για ύπνο όταν είχες τη δυνατότητα να περάσεις ένα εξαιρετικό μεσημέρι κάτω από ένα σκιερό πλάτανο ή στη δροσερή όχθη ενός ποταμού;
Τελικά όμως το «κόλπο» με το Μεσημερά, πάντα .. έπιανε! Λίγο που ως παιδιά πιστεύαμε ότι μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, λίγο η αμφιβολία ότι μπορεί και να υπήρχε τελικά πηγαίναμε ως τα κρεβάτια μας τα Καλοκαιρινά μεσημέρια.
Όσοι πεισματικά αρνούνταν να κοιμηθούν «γνώρισαν» τελικά το …Μεσημερά! Ήταν ένα μαύρο πανί που η γιαγιά έβαζε πάνω σε ένα ξύλο και το κράδαινε προς την πλευρά μας, όταν ο παππούς προσπαθούσε να μας βάλλει για ύπνο. Και ας μην πιστέψει κανείς πώς επειδή ξέραμε πώς ήταν η γιαγιά, δε φοβόμαστε κιόλας.
Μετά ήρθαν τα νέα συστήματα διαπαιδαγώγησης των παιδιών, να μην τα φοβίζουμε, να συζητάμε λογικά μαζί τους κλπ. Πάντως μη φανταστείτε πώς όσα παιδιά «έζησαν» το Μεσημερά, έχουν και τίποτα ψυχικά τραύματα. Γλυκές αναμνήσεις, τρυφερές από μια εποχή ονείρου, φαντασίας, την εποχή της παιδικής αθωότητας που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Προχθές το μεσημέρι περνώντας από ένα δρόμο του Ηρακλείου άκουσα μια μητέρα να «απειλεί» το μικρό της παιδί με το Μεσημερά. Τελικά ο Μεσημεράς είναι αθάνατος! Και κυρίως, διαχρονικός.

Γράφτηκε στις 28 Ιουλίου 2011

Εκπτώσεις τώρα και στα όνειρα;


TΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Όταν είμαστε παιδιά μας μάθαιναν πως τα όνειρα μας πρέπει να τα διεκδικούμε. Αυτό ήταν σωστό. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε.
Προχθές ένα νεαρό παιδί με έκανε να το ξανασκεφτώ.
Η κοπελίτσα μόλις είχε βγει από το Γολγοθά των Πανελληνίων. Είχε σχεδόν αριστεύσει και όλα θα έπρεπε να είναι ρόδινα. Όμως μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια της, μου έκανε εντύπωση. Μου εξήγησε ότι τελικά η σχολή που θα περνούσε δεν ήταν αυτή που ονειρευόταν σε όλη της τη ζωή. Παρόλο που θα μπορούσε να περάσει, όπου ήθελε, τελικώς δήλωσε μια σχολή που θα της εξασφάλιζε (κι αυτό θα είναι αμφίβολο σε λίγο) επαγγελματική αποκατάσταση.
Και τι να πεις σε αυτό το παιδί; Ότι δεν έκανε καλά που δε θα σπουδάσει αυτό που θέλει; Θα του πρότεινες να εξασφαλίσει μια σίγουρη θέση στις ουρές των ανέργων.
Αλλά και πάλι ποιος σκέφτεται έναν άνθρωπο που έχει μια «σίγουρη» δουλειά και μέρα-νύχτα καταριέται την ώρα και τη στιγμή που τη διάλεγε;
Απέφυγα να απαντήσω καθαρά  στη 18χρονη φίλη μου που τώρα μόλις ξεκινά τη ζωή της. Της είπα αυτά τα γενικόλογα «κοίτα να ζήσει τη φοιτητική ζωή και μετά θα δεις τι θα κάνεις». Αλλά πολύ το σκεφτόμουν. Σε μια εποχή κρίσης τώρα κάνουμε εκπτώσεις και στα … όνειρα!

Γράφτηκε στις 5 Ιουλίου 2011

Η αγαπημένη μου δραχμούλα έγινε ο χειρότερος εφιάλτης μου!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Όταν ήμουν παιδί η δραχμή ή καλύτερα για να ακριβολογώ οι πολλές δραχμές, ήταν το … όνειρο μου, και ούτε που φανταζόμουν πώς θα έφτανε ο καιρός που θα γινόταν ο εφιάλτης μου! Ήταν τότε που ένα τάλιρο (πέντε δραχμές για τους νεώτερους) αγόραζα κάθε πρωί τρία κουλουράκια και δύο σοκολάτες κι έμενε και κάτι για τον κουμπαρά.
Αυτές τις οικονομίες και τα χαρτζηλικάκια, τα παιδικά έβαζα σε ένα βιβλιαράκι στο ταχυδρομείο κι έκανα τρία Καλοκαίρια διακοπές όταν ήμουν φοιτήτρια. Στα κάλαντα οι περισσότεροι, εκτός από τους θείους, τις θείες, τους παππούδες, τις γιαγιάδες και το νονό, μας έδιναν μισή δραχμή, ένα πενηνταράκι κι είμαστε ευχαριστημένοι.
Τα χρόνια περνούσαν η σάμαλη έφθασε τη 1,5 δραχμή, η σοκολάτα 3 δραχμές και το φοιτητικό εισιτήριο στο πλοίο τις 700 δραχμές. Από κει και μετά έχασα την …μπάλα. Έπιασα δουλειά με πρώτο μισθό στη μαθητεία μου 20000 δραχμές και στην κανονική πρόσληψη 36500 δραχμές. Οι δραχμές δεν έφταναν γιατί τότε οι 20άρηδες και οι 25άρηδες έβγαιναν κάθε βράδυ.
Όλοι κλαιγόμασταν στις οικογένειες μας για να μας συμπληρώνουν το εισόδημα. Κι η δραχμή έχανε συνεχώς την αξία της μέχρι που ήρθε το ευρώ. Τότε χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας: Τρία ματσάκια μαϊντανός στη λαϊκή έκαναν ένα κατοστάρικο. Την επόμενη μέρα με το ευρώ έκαναν ένα ευρώ δηλαδή 340 δραχμές. Τώρα μας ….απειλούν κάθε τόσο ότι θα γυρίσουμε στη δραχμή. Αν μου το έλεγε κανείς όταν ήμουν παιδί, ότι θα ξανάβλεπα την αγαπημένη μου δραχμούλα, θα χαιρόμουν. Τώρα όμως που δεν είμαι πια παιδί και όπως όλοι οι έλληνες ψυχανεμίζομαι περισσότερο, παρά ξέρω στα αλήθεια, τι σημαίνει αυτό η κάποτε αγαπημένη μου δραχμούλα έχει γίνει ο χειρότερος εφιάλτης μου!

Γράφτηκε στις 28 Μαίου 2011

Η καγκελόπορτα και ο δικός μου γολγοθάς στις Πανελλαδικές


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Σα να ήταν χθες που ξύπνησα με βαρύ κεφάλι κι ένα κενό στο στομάχι. Πρώτη μέρα Πανελλαδικών εξετάσεων κι όλα στο μυαλό μου ένα κουβάρι! Κρίμα το διάβασμα, τσάμπα και τα φροντιστήρια τόσα χρόνια. Ήταν σίγουρο: Δε θα έγραφα τίποτα!
Είχα και τη φαεινή ιδέα να θέλω να διορθώσω το βαθμό της Έκθεσης από το 15 που είχα γράψει την προηγούμενη φορά. Η σκέψη ότι αν δεν πήγαινα να γράψω θα έμενε ο περσινός βαθμός με ανακούφισε. Άλλωστε όλη τη χρονιά στο Μεταλυκειακό (υπήρχε κι αυτό τότε) το είχα διαπραγματευτεί αρκετά, και είχα ακούσει τα πάντα.
Λυτοί και δεμένοι έπεφταν καθημερινά πάνω μου για να μου πουν πως το 15 ήταν καλός βαθμός στην Έκθεση. Δε πήγαινα δα και στην Τρίτη Δέσμη..
Ξαφνικά είδα το ρολόι να δείχνει 8 παρά 20 κι άρχισα να τρέχω! Στις 8 έπρεπε να έχω περάσει την αυλόπορτα του σχολείου και δεν ήταν και δίπλα. Τρέχοντας σκεφτόμουν πως ο χρόνος θα αποφάσιζε για μένα. Αν δεν προλάβαινα να μπω, δε θα έγραφα.
Τελικά όμως πρόλαβα. Λαχανιασμένη και με τη ψυχή στο στόμα.
Όταν άκουσα το θέμα μου κόπηκαν τα πόδια: «Τώρα που οι στέγες των σπιτιών είναι τόσο κοντά οι ψυχές των ανθρώπων είναι τόσο μακριά». Ως εδώ ήταν σκέφτηκα. Θα γράψουν όλοι, όχι 15 ούτε 5 δε θα γράψω. Για μια ώρα κοιτούσα το τετράδιο. Κάποια στιγμή με πλησίασε ένας επιτηρητής, φιλόλογος που δε μου έκανε μάθημα, και σήμερα πολύ αγαπημένος φίλος και μου είπε: Άντε να πιάσεις τουλάχιστον το 15.
Η μαγική φράση. Ξεκίνησα να γράφω με μανία. Έφυγα τελευταία κλαίγοντας από την τάξη.
Λίγο καιρό μετά τη μέρα που ανακοινώθηκαν οι βαθμολογίες, έκλαιγα ξανά, γιατί πέρασα το 19 που είχα γράψει για 9! Το που πέρασα και τι έκανα μετά δεν έχει σημασία. Έκανα αυτό που ήθελα για 25 χρόνια και μετά άρχισα να το μετανιώνω. Τι θα είχε γίνει άραγε αν εκείνο το πρωί δεν είχα προλάβει να περάσω την καγκελόπορτα του σχολείου; Δε θα το μάθω ποτέ.

Γράφτηκε στις 18 Μαίου 2011

Χιλιάδες 18χρονοι κυνηγούν το όνειρο τους!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Τούτες τις μέρες, χιλιάδες παιδιά σε όλη την Ελλάδα, ξεδιπλώνουν τα όνειρα τους σε ένα λευκό χαρτί. Για άλλη μια φορά στα πλαίσια των Πανελλαδικών εξετάσεων, τα νέα παιδιά, καλούνται να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους με το βλέμμα στο μέλλον.
Το όνειρο της φοιτητικής ζωής, της ενασχόλησης με τα πράγματα που σε ένα γκρίζο κόσμο αγάπησαν και την ελπίδα για μια δουλειά που θα τους εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση είναι τα κίνητρα.
Όμως υπάρχουν και τα αντικίνητρα. Στη χώρα που χρόνια τώρα ψευδώς προπαγανδίζει τη δωρεάν παιδεία, οι γονείς δυσκολεύονται να στηρίξουν τα παιδιά τους και να τα βοηθήσουν να επενδύσουν στα όνειρα τους. Όσοι το κάνουν, και τελικά επειδή είμαστε έλληνες όλοι το κάνουν, ζουν τον εφιάλτη του ευρώ κουταλομετρώντας για να ζήσουν τα παιδιά τους το όνειρο.
Το όνειρο όμως εγκλωβίζεται στην αναζήτηση εργασίας, και οι επιλογές των παιδιών φαίνεται να καθορίζονται από αυτό. Έτσι οι προτιμήσεις, τα ταλέντα και οι κλίσεις έρχονται μοιραία σε δεύτερη μοίρα.
Ωστόσο αυτή είναι η πρώτη μεγάλη μάχη για τη ζωή των 18χρονων. Μια μάχη που είναι ανάγκη να δοθεί με οποιοδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε κόστος. Είναι μόνο μια αρχή. Και ας μην είναι για όλους επιτυχημένοι. Έτσι κι αλλιώς οι υποψήφιοι είναι περισσότεροι από τους εισακτέους.
Σε μια εποχή που τα όνειρα πληρώνονται ακριβά με όλους τους τρόπους, ας αφήσουμε τα παιδιά να το ζήσουν. Άλλωστε μια φορά είναι ο καθένας μας 18 χρονών!

Γράφτηκε στις 14 Μαίου 2011

Μαμά, κάνε μου ένα νεύμα μέσα από τα αστέρια


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Μαμά, πάντα έμπαινες στη σκέψη μου και στην καρδιά μου σαν ένα δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι. Το πρόσωπο σου δεν το θυμάμαι, ήμουν μόνο 4,5 όταν «έφυγες».
Μου είπαν ότι πήγες στον ουρανό. Δεκαετίες τώρα κοιτώ τον ουρανό τη μέρα και τη νύχτα μήπως σε δω. Το Χειμώνα σε ψάχνω μέσα στις αστραπές, και την Άνοιξη μέσα στα λευκά συννεφάκια. Τις νύχτες που ο ουρανός γεμίζει αστέρια είμαι σίγουρη πώς ένα από αυτά είσαι και συ. Το πιο λαμπερό!
Μπορεί να μη θυμάμαι την όψη σου, τις νύχτες όμως νοιώθω τα χέρια του πάνω στο μέτωπο μου. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δύο χέρια μέσα στο σκοτάδι να με ακουμπούν με περισσή λατρεία.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μου νοιώθω την παρουσία σου και χαμογελώ. Γιατί έτσι χαμογελάς κι εσύ στις ελάχιστες φωτογραφίες που  με κρατάς νεογέννητη στα χέρια σου.
Ξέρω πως «φεύγοντας» διάλεξες για μένα. Και διάλεξες το καλύτερο! Μια άλλη μάνα, μια μάνα της καρδιάς! Τώρα λοιπόν σου ομολογώ(πιστεύω πως μπορείς να με ακούσεις) πώς μου έχεις κάνει δυο σημαντικά δώρα. Το δώρο της ΖΩΗΣ και το δώρο της ΑΓΑΠΗΣ. Σε μια ταραγμένη ζωή για όλους μας (τώρα πλέον και ο μπαμπάς είναι μαζί σου) κατάφερες να δώσεις παραπάνω από όσα μπορούσε κανείς να ελπίζει από μια γυναίκα που αποχαιρετούσε τη ζωή σε νεαρή ηλικία.
Μου έδωσες όχι μια αλλά δύο οικογένειες. Τη μια τη θετή μου που υπήρξε πάντα για μένα στήριγμα ζωής και τη νέα οικογένεια του πατέρα μου, μια οικογένεια που με αγκάλιασε με μεγάλη στοργή.
Αλήθεια στο είπα; Η αδερφή μου έχει το όνομά σου. Και τη βραδιά που γέννησε την ανιψιά μου πίστεψα πως ξαναγύρισες μέσα από το σπαρακτικό της κλάμα. Τί κι αν κάποιοι νομίζουν πώς όλα αυτά είναι η φαντασία ενός παιδιού που «κόλλησε» επειδή έχασε τη μητέρα του; Άλλωστε δεν ήταν το μοναδικό.
Για μένα είναι βάλσαμο στην ψυχή μου. Αγαπημένη μου μητέρα σου φιλώ το χέρι και σε παρακαλώ την επόμενη φορά που σε δω ανάμεσα στα αστέρια του ουρανού, κάνε μου ένα νεύμα. Να καταλάβω πώς είσαι εκεί και με φροντίζεις ακόμα.
Υστερόγραφο: Θα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη που μοιράζομαι κάτι προσωπικό με πολλούς ανθρώπους. Αυτό το λένε κατάθεση ψυχής.

Γράφτηκε στις 8 Μαίου 2011

Τώρα η ελληνική σημαία είναι και ... δική μου!


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Δεκαετίες ολόκληρες προσπαθώ να αλλάξω ένα συναίσθημα λίγο περίεργο, λίγο αρνητικό για την ελληνική σημαία. Οι γονείς μου είχαν κατάστημα σε κεντρικό δρόμο κωμόπολης, την εποχή της Χούντας. Κι εγώ θυμάμαι όχι μόνο τους αστυνομικούς που έκαναν βάρδια στο κατάστημά μας, όσο ήταν ανοιχτό, για να παρακολουθούν τους πελάτες που ήταν πάνω από δύο (και άρα συνιστούσαν συμμορία),αλλά και τις περιόδους που προηγούνταν των εθνικών επετείων.
Η πίεση για να έχουμε συνεχώς αναρτημένη την ελληνική σημαία ήταν αφόρητη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κατά την άποψη κάποιων... ευφυών εγκεφάλων η σημαία μας ήταν μικρή, μεγάλη ή απλώς δεν ήταν αυτή που ήθελαν. Ως παιδί λοιπόν είχα πειστεί πως η ελληνική σημαία μόνο ταλαιπωρία μπορεί να φέρει σε μία οικογένεια.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και αντιλήφθηκα τι ακριβώς συνέβαινε, θύμωσα πολύ, πάρα πολύ. Ένιωθα ότι κάποιοι έπαιρναν την ελληνική σημαία, την καπηλεύονταν, έπαιρναν κάτι που ανήκε σε όλους μας και το έκαναν δικό τους. Κόντρα λοιπόν, σ' αυτή τη λογική, πριν από μερικά χρόνια αγόρασα τρεις σημαίες, επιμένοντας στην άποψη ότι η ελληνική σημαία δεν είναι σημάδι εθνικισμού, αλλά λάβαρο για όλο το έθνος.
Τα πρώτα χρόνια όταν αναρτούσα τις σημαίες μου στο μπαλκόνι, ένιωθα κάπως. Θυμόμουν όλη αυτή τη συζήτηση «μα πρέπει να πάρετε καινούργια σημαία φέτος», «μα δεν την έχετε σιδερώσει καλά» κ.λπ. Τώρα πλέον, τις αναρτώ και δε με νοιάζει. Άλλωστε όποιος τις θεωρεί δικές του, περισσότερο από τους διπλανούς του έχει διαπράξει ένα ολέθριο σφάλμα. Είναι σημαίες όλων μας.

Γράφτηκε στις 25 Μαρτίου 2011

H θεία μου πιστεύει πως ο κόσμος πρέπει να πηγαίνει μπροστά


Της Χρυσαλίδας
Νόμιζα πως το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχει σοβαρά προβλήματα και είχα δίκιο. Μόνο που δεν ήξερα όσα οι περισσότεροι σήμερα δεν γνωρίζουμε για το πώς ήταν οι παροχές υγείας κάποτε στην Ελλάδα. Μου έλεγε λοιπόν η ηλικιωμένη θεία μου στο χωριό, πως όταν ήταν μικρή ο αδερφός της χτύπησε στο μάτι.
Πήγαν τότε στην κλινική, για να τον κάνουν καλά. Για να τον κάνουν καλά όμως χρειάστηκε να πουλήσουν εκτός από όλη τη σοδειά της χρονιάς, το γαϊδούρι τους, δύο κατσίκες και το ζευγάρι (βόδια). Το παιδί έγινε καλά, αλλά τις επόμενες χρονιές ολόκληρη η οικογένεια πέρασε μία απίστευτη οικονομική κρίση (καμία σχέση μ' αυτή που έχουμε σήμερα), αφού δυσκολεύονταν να έχουν ακόμα και το καθημερινό τους.
Θα μου πείτε: «Αυτό σημαίνει ότι οι παροχές υγείας από το ΕΣΥ είναι καλές;». Όχι δεν σημαίνει αυτό, αφού στόχος πρέπει να είναι πάντα το καλύτερο. Συνεχίζουν να υπάρχουν ανισότητες στην υγεία, δεν είναι το ίδιο να είσαι φτωχός και το ίδιο πλούσιος, ωστόσο υπάρχουν κάποια μίνιμουμ παροχών.
Η θεία μου, μου έλεγε ότι τώρα είναι ευχαριστημένη που μπορεί και πηγαίνει στο Κέντρο Υγείας στην περιοχή της και αγοράζει τα φάρμακα με έκπτωση ως ασφαλισμένη του ΟΓΑ, αλλά παραπονιόταν γιατί θα ήθελε ο γιατρός να πηγαίνει στο χωριό.
Με περιπαικτική διάθεση λοιπόν κι εγώ είπα στη θεία μου: «Γιατί ήταν καλύτερα που πουλήσατε όλη σας την περιουσία για να γίνει καλά ο αδερφός σου;». Για να λάβω την πληρωμένη απάντηση: «Όχι δεν ήταν καλύτερα, αλλά εγώ νομίζω πως ο κόσμος πρέπει να πηγαίνει μπροστά».

Γράφτηκε στις 9 Μαρτίου 2011

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Με το βλέμμα στην Πανσέληνο

Πανσέληνος  απόψε. Και κοιτάζοντας το ολόγιομο φεγγάρι ας δούμε ότι αφήσαμε πίσω μας κι ότι μας άφησε στο διάβα του. Όνειρα παιδικά και νοσταλγικά που ακόμα κι αν τα φτάσαμε μας πλήγωσαν. Έτσι είναι η πανσέληνος. Πάντα νοσταλγική.

Μαθητική ποδιά, το σύμβολο μιας εποχής


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Σα να ήταν χθες που για τελευταία φορά φορώντας τη σκούρα μπλε ποδιά μου περνούσα την πόρτα του Λυκείου Μοιρών. Τι κι αν πέρασαν 29 χρόνια. Η πρώτη μέρα που οι μαθήτριες πήγαμε με τα «πολιτικά» στο σχολείο ήταν στις 6 Φεβρουαρίου του 1982, 29 ολόκληρα χρόνια πριν.
Η μαθητική ποδιά για τη δική μας τη γενιά, ίσως και για τις προηγούμενες, η κατάργηση της υπήρξε «σημαία» στις διεκδικήσεις μας, το σύμβολο της καταπίεσης και η διαφοροποίηση σε βάρος του φύλου μας σε σχέση με τους συμμαθητές μας. Λίγο πριν την κατάργηση της είχε έρθει η εκλογή των 15μελών συμβουλίων, η συμμετοχή των μαθητών σε θέματα που τους αφορούσαν και λίγο μετά ήρθε άλλη μια αλλαγή στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πανεπιστήμια.
Για τα επιχειρήματα που τότε επικαλούμασταν, και δεν είναι του παρόντος να τα αναλύσουμε καλώς καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Το πνεύμα του εκδημοκρατισμού που έπνεε στα σχολεία ήταν κατά των «πολέμιων» μας και των επιχειρημάτων τους, με κυριότερο ότι η μαθητική ποδιά έκανε όλες τις μαθήτριες ίσες, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των γονιών τους. Ολέθριο ψέμα καθώς κάποιες φορούσαν τα μοντελάκια του Τσεκλένη και κάποιες άλλες τσιτάκια αγορασμένα από το παζάρι του Σαββάτου.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Σήμερα τας σχολεία έγιναν πασαρέλες και όσες φορέσαμε τις μαθητικές ποδιές τις νοσταλγούμε, χωρίς όμως να μετανιώνουμε που καταργήθηκαν. Αυτό πάντως που νοσταλγούμε δεν είναι η «μπλε μας στολή» αλλά όσα συμβολικά και σημειολογικά φέρνει στη μνήμη μας από την τρυφερή εποχή των σχολικών μας χρόνων. Όσα ζήσαμε μαζί της σε μια εποχή που ο κόσμος άλλαζε, όπως αλλάζει και τώρα, αλλά εμείς βιώναμε τις αλλαγές με συναισθήματα πρωτόγνωρα. Με αυτά που ένας άνθρωπος μόνο σε μια ηλικία της ζωής του μπορεί να έχει, με την τρυφεράδα και την αθωότητα που χάσαμε ανεπιστρεπτί.
Και πείτε μου πως δεν είναι μοναδικό να βιώνεις τον πρώτο σου έρωτα στα κλεφτά, στα μικρά δεντράκια της αυλής τα διαλλείματα και στα μεγάλα δέντρα των στρατώνων στις εκδρομές. Κι όλα αυτά φορώντας τη μαθητική σου ποδιά!
Βέβαια δεν ξεχνάμε και την απίστευτη Λυκειάρχη της εποχής την κυρία Θεανώ που μας κυνηγούσε σε σκαλιά και διαδρόμους, πότε για ο μήκος της ποδιάς μας και πότε γιατί η ζώνη που φορούσαμε ήταν άσπρη κι όχι μπλε.
Γι αυτό σήμερα 29 χρόνια μετά αποχαιρετούμε και οριστικά το σύμβολο που σημάδεψε τα μαθητικά μας χρόνια.

Γράφτηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2011

Αναζητώντας απλά όνειρα της καθημερινότητας


ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΔΑΣ
Τα όνειρα των νέων ανθρώπων είναι απλά και καθημερινά. Μια δουλειά, ένα σπίτι, τα απαραίτητα για μια άνετη ζωή. Όσο απλά όμως κι αν ακούγονται αυτά, απλοϊκά ίσως γιατί δεν διαθέτουν καμία διάσταση έξω από τον υλισμό, τόσο δύσκολη είναι η κατάκτησή τους.
Βλέπετε σε μια κοινωνία όπου το αυτονόητο όπως είναι μια δουλειά κι ένας μισθός, έγινε όνειρο ζωής και τα περιθώρια είναι εξαιρετικά στενά. Ωστόσο όλα στη ζωή έχουν δύο όψεις. Η μια όψη είναι η οικονομική κρίση και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Η άλλη είναι ότι μάθαμε πλέον στην προχειρότητα και στους ταχείς ρυθμούς της ζωής. Οι άνθρωποι κουράζονται πολύ για να αποκτήσουν γνώσεις και πτυχία. Την ίδια ώρα βήμα βήμα χάνουν τη χαρά της μάθησης, την έμπνευση και τη δημιουργία. Εκείνη τη γνώση που δίνει στον άνθρωπο δύναμη, του ανοίγει ορίζοντες και του γεμίζει εκτός από το μυαλό και την ψυχή.
Αλλά πού να προλάβει ο νέος άνθρωπος να σκεφτεί τέτοια πράγματα, ψιλά γράμματα βλέπετε, όταν από τη νηπιακή του σχεδόν ηλικία τρέχει να συσσωρεύει γνώσεις και πτυχία πολλές φορές χωρίς αντίκρισμα; Όταν δεν υπάρχει δουλειά, όταν δεν έχει εξασφαλιστεί αξιοπρεπής διαβίωση και όταν ένας άνθρωπος λιώνει σόλες να υποβάλει αιτήσεις, να γυρίζει γραφεία και να συμμετάσχει σε όλες τις προκηρύξεις και τους διαγωνισμούς τους Δημοσίου;
Τα όνειρα για να ζήσουν θέλουν στέγη, φαγητό και ζεστασιά. Κι αυτά στις μέρες μας είναι τα δύσκολα πράγματα στην κοινωνία που ζούμε.

Γράφτηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2011